Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Οι Άγγελοι Στην Ορθοδοξία


Από τους λόγους του ίδιου του Κυρίου γνωρίζουμε ότι την ψυχή κατά τον θάνατο την προϋπαντούν άγγελοι.

Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ[1].

Την μορφή επίσης με την οποία εμφανίζονται οι άγγελοι την γνωρίζουμε κι αυτήν από το Ευαγγέλιο: Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς… Ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών[2]. Είδον νεανίσκον περιβεβλημένον στολήν λευκήν[3]. άνδρες δύο εν εσθήσεσιν αστραπτούσαις[4], δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους[5].


Στην ιστορία της Χριστιανικής θρησκείας οι άγγελοι παρουσιάζονται πάντοτε με την ίδια μορφή, δηλαδή σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι περιβεβλημένοι στολήν λευκήν.

Η παράδοσις επίσης στην τέχνη της εικονογραφίας έχει επιδείξει διά μέσου των αιώνων συνέπεια ως προς την όψι των αγγέλων, που απεικονίζονται ακριβώς σαν εξαστράπτοντες νεανίσκοι, (συχνά με πτέρυγες, που είναι βέβαια ένα συμβολικό χαρακτηριστικό και δεν απαντάται συνήθως στις οράσεις αγγέλων).

Εξ άλλου η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ. ώρισε ότι οι άγγελοι πρέπει να περιγράφωνται μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με ανδρική μορφή.

Οι «ερωτιδείς» της δυτικής τέχνης της Αναγεννήσεως και των μεταγενεστέρων εποχών είναι παγανιστικής εμπνεύσεως και δεν έχουν καμμία σχέσι με τους αληθινούς αγγέλους. Πράγματι, η Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική Δύσις έχει ξεφύγει πολύ από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και από την αρχαία χριστιανική παράδοσι όχι μόνον ως προς την απεικόνισι των αγγέλων στην τέχνη, αλλά γενικότερα απ’ όλην την διδασκαλία περί πνευματικών όντων. Αν θέλουμε να καταλάβουμε την αληθινή χριστιανική διδασκαλία για την κατάστασι της ψυχής μετά τον θάνατο, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε καλά το σφάλμα τούτο.

Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ6 (†1867), ένας από τους μεγάλους Πατέρες της εποχής μας, επεσήμανε το σφάλμα αυτό και αφιέρωσε σχεδόν ένα ολόκληρο τόμο από την συλλογή των έργων του για να το αποκαλύψη και παράλληλα να εκθέση την αληθινή Ορθόδοξη διδασκαλία επί του θέματος τούτου[7]. Επικρίνοντας τις απόψεις που περιέχονται σ’ ένα τυπικό Ρωμαιοκαθολικό έργο του 19ου αιώνος, το Λεξικό της Θεολογίας του Αββά Μπερζιέ, ο επίσκοπος Ιγνάτιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του τόμου αυτού (σελ. 185-302) για να καταπολεμήση την «μοντέρνα» ιδέα —που βασίζεται στην φιλοσοφία του Ντεκάρτ του 17ου αιώνα— ότι κάθε τι που βρίσκεται έξω από το υλικό βασίλειο ανήκει αναγκαστικά στο βασίλειο του «αμιγούς πνεύματος».

Στην πραγματικότητα η αρχή αυτή τοποθετεί τον άπειρο Θεό στο ίδιο επίπεδο με τα διάφορα πεπερασμένα πνεύματα (αγγέλους, δαίμονες, ψυχές μεταστάντων). Η ιδέα αυτή έχει σήμερα εξαπλωθή υπερβολικά (αν και εκείνοι που την ασπάζονται δεν διακρίνουν τις απώτερες συνέπειές της) και αποτελεί κατά μέγα μέρος την πραγματική αιτία της συγχύσεως που επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο ως προς τα «πνευματικά» θέματα. Υπάρχει δηλαδή μεγάλο ενδιαφέρον για ο,τιδήποτε βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου, ενώ συνήθως γίνεται μια ασήμαντη μόνο διάκρισις μεταξύ θείου, αγγελικού, δαιμονικού και του αποτελέσματος ασυνήθιστων ανθρωπίνων δυνάμεων ή ακόμη και αυτής της φαντασίας.

Ο αββάς Μπερζιέ εδίδαξε ότι άγγελοι, δαίμονες και ψυχές μεταστάντων είναι όντα «απολύτως πνευματικά». Επομένως δεν υπόκεινται στους νόμους του χρόνου και του χώρου, μπορούμε να ομιλούμε για την μορφή και την κίνησί τους μόνο μεταφορικά και «έχουν ανάγκη να περιβάλωνται ένα λεπτό σώμα, όταν ο Θεός τους επιτρέπει να ενεργούν ως ενσώματοι»[8]. Ακόμη και μία κατά τα άλλα ενημερωμένη Ρωμαιοκαθολική εργασία του 20ού αιώνος περί του συγχρόνου πνευματισμού επαναλαμβάνει την διδασκαλία αυτή, αναφέροντας επί παραδείγματι ότι τόσο οι άγγελοι όσο και οι δαίμονες «μπορούν να δανεισθούν την ύλη που χρειάζονται (ώστε να είναι ορατοί από τους ανθρώπους) από μία κατώτερη έμψυχη ή άψυχη ουσία»[9]. Οι ίδιοι οι πνευματιστές και αποκρυφιστές έχουν πάρει αυτές τις ιδέες από την σύγχρονη φιλοσοφία.

Ο Αγγλικανός C. S. Lewis, ένας οξυδερκής απολογητής των απόψεων του Χριστιανισμού περί υπερφυσικού, κατακρίνει μεν ορθά την σύγχρονη αντίληψι, ότι ο ουρανός είναι «απλώς μία κατάστασις του νοός», αλλά είναι φανερό ότι είναι ακόμη τουλάχιστον μερικώς προσηλωμένος στην σύγχρονη άποψι ότι «το σώμα, ο τόπος, η κίνησις και ο χρόνος φαίνονται άσχετα προς τις υψηλότερες προσβάσεις της πνευματικής ζωής»[10]. Παρόμοιες απόψεις είναι αποτέλεσμα μιας υπεραπλουστεύσεως της πνευματικής πραγματικότητος, κάτω από την επίδρασι του σύγχρονου υλισμού και οφείλονται στην απώλεια επαφής με την αυθεντική διδασκαλία και με τις πνευματικές εμπειρίες.

Για να κατανοήσουμε την Ορθόδοξο διδασκαλία περί αγγέλων και άλλων πνευμάτων είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να λησμονήσουμε την υπεραπλουστευμένη διάκρισι της εποχής μας «ύλη – πνεύμα».

Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη από την διάκρισι αυτή, αλλά και ταυτόχρονα τόσο απλή, ώστε εκείνοι που είναι ακόμη ικανοί να την πιστεύσουν θα θεωρηθούν προφανώς από τους ευρύτερους κύκλους σαν «αφελώς προσηλωμένοι στο γράμμα». Ο επίσκοπος Ιγνάτιος γράφει (κι’ εμείς τονίζουμε) ότι «όταν ο Θεός ανοίξη τους (πνευματικούς) οφθαλμούς του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος μπορεί να ιδή τα πνεύματα με την πραγματική τους μορφή»[11] και ότι «οι άγγελοι όταν παρουσιάζωνται στους ανθρώπους έχουν ανθρώπινη μορφή»[12]. Γράφει επίσης ότι «είναι φανερό από την Αγία Γραφή ότι η ψυχή έχει την μορφή ανθρωπίνου σώματος, όπως ακριβώς και τα άλλα πνευματικά δημιουργήματα»[13]. Για ν’ αποδείξη αυτό το σημείο αναφέρει πληθώρα πατερικών πηγών.

Ας δούμε λοιπόν κι εμείς μόνοι μας την πατερική διδασκαλία. Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας στο έργο του περί Αγίου Πνεύματος λέγει ότι «ως προς τας αγγελικάς δυνάμεις η μεν ουσία αυτών είναι πνεύμα αέριον ή ίσως πυρ άυλον… Διά τούτο και ευρίσκονται εις τόπον συγκεκριμμένον και καθίστανται ορατοί διά της εμφανίσεώς των εις τους αξίους υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Επίσης ότι «διά τους αγγέλους πιστεύεται ότι έκαστος εξ αυτών ευρίσκεται εις ένα ωρισμένον τόπον, διότι ο άγγελος ο οποίος επαρουσιάσθη εις τον Κορνήλιον δεν ευρίσκετο ταυτοχρόνως και δίπλα εις τον Φίλιππον[14], ενώ εκείνος ο οποίος συνωμίλει μετά του Ζαχαρίου εις το θυσιαστήριον[15], δεν ευρίσκετο συγχρόνως και εις την θέσιν του εις τον ουρανόν»[16].
Ομοίως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει: «Εκείνοι είναι μετά την Τριάδα δεύτερα φώτα μετά δόξης βασιλικής, άγγελοι λαμπροί και άμορφοι, οι οποίοι περιστοιχίζουν τον μεγάλον θρόνον και επειδή είναι νόες ταχυκίνητοι, φλόγα και πνεύματα θεϊκά, ίπτανται γοργώς εις τον αιθέρα»[17].

Έτσι λοιπόν ενώ οι άγγελοι είναι πνεύματα και πυρός φλόγα[18] και ενοικούν σ’ ένα βασίλειο όπου δεν ισχύουν οι ανθρώπινοι νόμοι του χρόνου και του χώρου, εν τούτοις περιορίζονται κι αυτοί από τον χώρο και τον χρόνο και δρουν κατά ένα τέτοιο «υλικό» (ας πούμε) τρόπο, ώστε ωρισμένοι Πατέρες να μη διστάζουν να αναφέρωνται στα «αέρια σώματα» των αγγέλων.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακεφαλαιώνοντας κατά τον Η’ αιώνα την διδασκαλία των προ αυτού Πατέρων γράφει: «Εν τούτοις ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος όταν συγκρίνεται με μας, γιατί κάθε τι που συγκρίνεται με τον Θεό, τον μόνον ασύγκριτο, βρίσκεται παχύ και υλικό. Πραγματικά άυλο και ασώματο είναι μόνον το θείον». Επίσης διδάσκει:

«Οι άγγελοι είναι περιγραπτοί, γιατί όταν βρίσκωνται στον ουρανό δεν βρίσκονται στη γη και όταν στέλνωνται από τον Θεό στη γη δεν μένουν στον ουρανό. Εν τούτοις δεν περιορίζονται από τείχη και πόρτες και κλειδαριές και σφραγίσματα, γιατί δεν έχουν όρια. Βέβαια λέγω ότι δεν έχουν όρια, γιατί δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι στους αξίους και σ’ αυτούς που θα θελήση ο Θεός να φανερωθούν, αλλά μετασχηματισμένοι, όπως δηλαδή μπορούν να τους δουν αυτοί που τους βλέπουν»[19].

Βεβαίως όταν ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι άγγελοι «δεν φανερώνονται όπως ακριβώς είναι», δεν αντιφάσκει προς τον Μέγα Βασίλειο, που διδάσκει ότι οι άγγελοι εμφανίζονται «υπό την μορφήν των ιδικών των σωμάτων». Και οι δύο αυτές διατυπώσεις αντικατοπτρίζουν την αλήθεια, όπως τούτο γίνεται καθαρά αντιληπτό από τις πολυάριθμες εμφανίσεις αγγέλων που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι ο Αρχάγγελος Ραφαήλ συνταξίδευε με τον Τωβία επί πολλές εβδομάδες, δίχως να κινήση έστω και μία φορά την υποψία ότι δεν ήταν άνθρωπος. Όταν δε τελικά με δική του πρωτοβουλία αποκαλύφθηκε, είπε: Πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν και ουκ έφαγον ουδ’ έπιον αλλά όρασιν υμείς εθεωρείτε[20].

Επίσης οι τρεις άγγελοι που παρουσιάσθηκαν στον Αβραάμ, έδωσαν την εντύπωσι ότι έτρωγαν και εξελήφθησαν ως άνθρωποι[21]. Ομοίως ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στις Κατηχήσεις του, μας πληροφορεί για τον άγγελο που εμφανίστηκε στον Δανιήλ και λέγει ότι, όταν ο Δανιήλ αντίκρυσε τον Γαβριήλ «κατετρόμαξεν και έβαλε το πρόσωπόν του εις την γην και μέχρις ότου ο άγγελος λάβη μορφήν ανθρωπίνην δεν ετόλμα να απαντήση»[22]. Αλλά στο βιβλίο του Δανιήλ[23] διαβάζουμε επίσης ότι ο άγγελος ακόμη και κατά την πρώτη του απαστράπτουσα παρουσία είχε την μορφή ανθρώπου, με την διαφορά ότι η παρουσία αυτή είχε τέτοια λαμπρότητα (το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής και οι οφθαλμοί αυτού ωσεί λαμπάδες πυρός και οι βραχίονες αυτού και τα σκέλη ως όρασις χαλκού στίλβοντος) ώστε να μην μπορούν να την αντέξουν τα ανθρώπινα μάτια. Συνεπώς η εξωτερική εμφάνισις των αγγέλων είναι όμοια μ’ εκείνη των ανθρώπων. Αλλ’ επειδή το αγγελικό «σώμα» δεν είναι υλικό και το αντίκρυσμα και μόνο της φλογερής και λαμπρής όψης του αρκεί για να κατακεραυνώση οποιονδήποτε άνθρωπο που βρίσκεται ακόμη στο σαρκίο του, η εμφάνισις αυτή πρέπει αναγκαστικά να προσαρμόζεται στην αντοχή της οράσεως των ανθρώπων, ώστε να φαίνεται λιγότερο λαμπρή και να προκαλή μικρότερο δέος απ’ ότι στην πραγματικότητα.

Για την ανθρώπινη ψυχή ο ιερός Αυγουστίνος διδάσκει ότι, όταν αυτή αποχωρισθή από το σώμα,

«ο άνθρωπος αν και ευρίσκεται σε μία καθαρώς πνευματική κατάστασι και όχι σωματική, βλέπει τον εαυτόν του τόσον όμοιο προς το σώμα του, ώστε να μη μπορή να διακρίνη την παραμικρή διαφορά»[24].

Η αλήθεια αυτή έχει επιβεβαιωθή πλήρως στην εποχή μας, με τις προσωπικές εμπειρίες χιλιάδων ίσως αρτιθανών ανθρώπων που επανέκαμψαν στην ζωή.

Όταν όμως μιλούμε για τα σώματα των αγγέλων και των άλλων πνευμάτων, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην αποδίδουμε σ’ αυτά οποιαδήποτε χονδροειδή υλικά χαρακτηριστικά. Τελικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι «μόνο ο Δημιουργός γνωρίζει την μορφή και τον χαρακτήρα της ουσίας των αγγέλων»[25]. Στην Δύσι ο ιερός Αυγουστίνος έγραφε ότι είναι το ίδιο το να μιλούμε περί «αερίων σωμάτων» των δαιμόνων και άλλων πνευμάτων, ή το να αποκαλούμε όλα αυτά απλώς «ασώματα»[26].

Ο επίσκοπος Ιγνάτιος επέδειξε ίσως έναν κάπως υπερβολικό ζήλο, στην προσπάθειά του να εξηγήση την φύσι των αγγελικών «σωμάτων» με βάσι τις επιστημονικές γνώσεις του 19ου αιώνα περί των αερίων. Γι’ αυτό επήλθε μία μικρή διαφωνία μεταξύ αυτού και του αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, που έκρινε αναγκαίο να τονίση την απεριόριστη φύσι των πνευμάτων, (που δεν αποτελούνται βέβαια από μόρια χημικών στοιχείων, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα αέρια). Πάνω στο βασικό όμως σημείο —«το λεπτό περίβλημα» που έχουν όλα τα πνευματικά όντα— ήταν και αυτός σύμφωνος με τον επίσκοπο Ιγνάτιο[27]. Ίσως κάποια παρόμοια παρεξήγησι για ένα δευτερεύον σημείο ή για κάποιο ζήτημα ορολογίας να ήταν και η αιτία για την διαμάχη που ξέσπασε στην Δύσι κατά τον 5ο αιώνα, όταν ο Λατίνος Πατέρας άγιος Φαύστος του Λερίν εδίδαξε το ίδιο δόγμα για την σχετική «υλικότητα» της ψυχής, βασισμένος στην διδασκαλία των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας.

Αν ο ακριβής χαρακτήρας της φύσεως των αγγέλων είναι γνωστός μόνο στον Θεό, η γνώσις της δράσεως των αγγέλων (τουλάχιστον σ’ αυτόν τον κόσμο) είναι προσιτή στον καθένα, επειδή υπάρχουν γι’ αυτήν πολλές μαρτυρίες τόσο στην Αγία Γραφή και στα Πατερικά κείμενα, όσο και στους βίους των αγίων. Για να κατανοήσουμε πλήρως τις οράσεις που παρουσιάζονται σ’ αυτούς που πεθαίνουν, θα πρέπη να γνωρίζουμε ιδιαιτέρως πώς εμφανίζονται οι πεπτωκότες άγγελοι (δαίμονες).

Οι αληθινοί άγγελοι εμφανίζονται πάντοτε με την μορφή τους (λιγότερο όμως λαμπρή απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα) και ενεργούν αποκλειστικά με τον σκοπό να εκτελέσουν το θέλημα και τις εντολές του Θεού.

Αντίθετα, οι πεπτωκότες άγγελοι, αν και κάπου-κάπου εμφανίζονται κι αυτοί με την πραγματική μορφή τους (που ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ την περιέγραψε από προσωπική του πείρα σαν «φρικτή»), συνήθως παίρνουν διάφορες άλλες μορφές και ενεργούν πολυάριθμα «σημεία», με τις δυνάμεις που έχουν σαν υποτελείς του άρχοντος της εξουσίας του αέρος[28]. Η ιδιαίτερη διαμονή τους είναι ο αέρας και το κύριο έργο τους είναι να πειράζουν και να εκφοβίζουν τους ανθρώπους, ώστε να τους οδηγήσουν μαζί τους στην απώλεια. Ο αγώνας των Χριστιανών κατευθύνεται ακριβώς εναντίον των δαιμόνων: Ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις[29].

Ο ιερός Αυγουστίνος στο κάπως άγνωστο δοκίμιό του Η Μαντεία των Δαιμόνων, που έγραψε όταν ζητήθηκε να εξηγήση μερικές από τις πολλές δαιμονικές οράσεις στον αρχαίο παγανιστικό κόσμο, δίνει μια καλή γενική εικόνα της δραστηριότητος των πνευματικών αυτών όντων. «Η φύσις των δαιμόνων είναι τέτοια, ώστε η ικανότητα αντιλήψεως των αισθήσεων που διαθέτουν τα αέρια σώματά τους υπερβαίνει την αντίστοιχη ικανότητα των γηίνων σωμάτων. Ως προς την ταχύτητα δε, λόγω της μεγαλυτέρας κινητικότητας αυτών των σωμάτων, υπερτερούν οι δαίμονες ασύγκριτα σε σχέσι όχι μόνο προς τις κινήσεις των ανθρώπων και των θηρίων, αλλά και προς αυτό το πέταγμα των πτηνών.

Συνεπώς οι δαίμονες με το να διαθέτουν αυτές τις ικανότητες, που οφείλονται στις ιδιότητες των αερίων σωμάτων, δηλαδή την οξύτητα στην αντίληψι και την ταχύτητα στις κινήσεις, προβλέπουν και διαλαλούν πολλά πράγματα που έχουν παρατηρήσει πριν από πολύ χρόνο και όταν συμβαίνη τούτο οι άνθρωποι θαυμάζουν, εξ αιτίας της γηίνης βραδείας αντιλήψεώς τους.

Οι δαίμονες επίσης, καθ’ όλον αυτόν τον μακρότατο χρόνο υπάρξεώς τους έχουν αποκτήσει μία πολύ μεγαλύτερη πείρα των γεγονότων από αυτήν των ανθρώπων, που η ζωή τους έχει μικρή διάρκεια. Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των ιδιοτήτων που διαθέτουν από την φύσι των αερίων σωμάτων τους, οι δαίμονες όχι μόνο προλέγουν πολλά γεγονότα που συμβαίνουν αργότερα, αλλά ενεργούν και πολλά θαυμαστά σημεία».

Πολλά από τα «θαύματα» και τις οράσεις των δαιμόνων περιγράφονται στην μακρά ομιλία του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, που περιέχεται στον βίο του που συνέγραψε ο Μέγας Αθανάσιος, όπου επίσης γίνεται αναφορά και στα «ελαφρότερα σώματα» των δαιμόνων. Ο βίος επίσης του αγίου Κυπριανού, που υπήρξε πρώην μάγος, περιέχει πολυάριθμες περιγραφές δαιμονικών μεταμορφώσεων και σημείων σύμφωνα με την διήγησι κάποιου που έλαβε ενεργό μέρος σ’ αυτά τα περιστατικά. Στην εβδόμη και ογδόη από τις Διαλέξεις του αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, του μεγάλου αυτού Πατέρα της Γαλατίας του 5ου αιώνος που πρώτος μετέφερε πλήρη διδασκαλία του Ανατολικού μοναχισμού στην Δύσι, υπάρχει μία κλασσική περιγραφή της δαιμονικής δραστηριότητας. Ο άγιος Κασσιανός γράφει: «Είναι τόσο το πλήθος των πονηρών πνευμάτων που πληρούν τον εναέριο χώρο, που εκτείνεται μεταξύ ουρανού και γης και στον οποίον αιωρούνται μέσα σε ταραχή και όχι σε αδράνεια, ώστε η Θεία Πρόνοια για δικό μας συμφέρον το απέκρυψε και απομάκρυνε τους δαίμονες από τα βλέμματα των ανθρώπων. Αν δεν γινόταν αυτό, οι άνθρωποι, εξ αιτίας του φόβου των δαιμονικών επιθέσεων ή του φοβερού θεάματος των προσώπων στα οποία μετασχηματίζονται και μεταλλάσσονται αυτόβουλα οι δαίμονες όποτε θελήσουν, θα κατελαμβάνοντο από ανυπόφορο τρόμο και θα ήταν έτοιμοι να καταρρεύσουν…»

Όσο για το γεγονός ότι τα ακάθαρτα πνεύματα κατευθύνονται από τις πονηρότατες δυνάμεις και υπόκεινται σ’ αυτές, το πληροφορούμαστε όχι μόνο από την μαρτυρία της Αγίας Γραφής, που βλέπουμε στην απάντησι του Κυρίου προς τους Φαρισαίους που τον διέβαλαν:

Ει εγώ εν Βεελζεβούλ τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλω τα δαιμόνια[30], αλλά και από τα ευκρινή οράματα και τις πολλαπλές εμπειρίες των αγίων της Εκκλησίας μας.

«Όταν κάποιος αδελφός μας ταξίδευε σ’ αυτήν την έρημο, βρήκε μία σπηλιά μετά το σούρουπο, εστάθμευσε εκεί και θέλησε να κάμη την βραδυνή προσευχή του. Ενώ λοιπόν κατά την συνήθεια έλεγε τους ψαλμούς, πέρασε η ώρα μέχρι που έφθασε περασμένα μεσάνυχτα. Όταν τελείωσε τον κανόνα του, θέλησε ν’ αναπαύση λίγο το καταπονημένο σώμα του και ξάπλωσε. Ξαφνικά άρχισε να βλέπη αναρίθμητες ορδές δαιμόνων που συνέκλιναν απ’ όλες τις κατευθύνσεις.

Έρχονταν σ’ ατελείωτες παρατάξεις και μακρυές σειρές, ενώ άλλοι προηγούντο του αρχηγού των και άλλοι ακολουθούσαν πίσω του. Τέλος ήλθε ο άρχοντας που ήταν ψηλότερος απ’ όλους στο ανάστημα και φρικτότερος απ’ όλους στην εμφάνισι. Αφού του έστησαν ένα θρόνο πάνω σ’ ένα υπερυψωμένο βήμα, κάθισε και άρχισε να ερευνά σχολαστικά την δραστηριότητα του κάθε δαίμονα. Εκείνους που είπαν ότι δεν μπόρεσαν να παρασύρουν τους αντιπάλους τους, τους διέταξε με βρισιές και επιπλήξεις να εξαφανισθούν από μπροστά του επειδή ήταν τεμπέληδες και αμελείς και τους κατηγορούσε ότι σπατάλησαν τόσο χρόνο και προσπάθεια χωρίς να καταφέρουν τίποτε.

Εκείνους όμως που δήλωσαν ότι παρέσυραν στην αμαρτία αυτούς που τους είχαν ορίσει, τους απέλυσε με μεγάλες τιμές, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι δαίμονες έδειχναν τον ενθουσιασμό τους και επευφημούσαν, επειδή υπήρξαν πολύ θαρραλέοι πολεμιστές. αυτοί εδοξάσθηκαν για να παραδειγματισθούν όλοι.

Τότε ένα πονηρότατο πνεύμα επροχώρησε μέσα από το πλήθος και ανέφερε με κακεντρεχή χαρά, σαν να επρόκειτο για κάποια περιφανή νίκη, ότι τελικά, μετά από ένα ακατάπαυστο πειρασμικό αγώνα που κράτησε δεκαπέντε χρόνια είχε κατανικήσει ένα περίφημο μοναχό παρασύροντάς τον εκείνη ακριβώς την νύχτα στην πορνεία… Όταν ακούσθηκε η αναφορά αυτή, επεκράτησε αμέσως υπερβολική χαρά σ’ όλο το πλήθος των δαιμόνων κι’ εκείνος απεχώρησε εξυψωμένος από τους μεγάλους επαίνους του άρχοντα του σκότους και στεφανωμένος με δόξα. Καθώς πλησίαζε η αυγή, όλο εκείνο το πλήθος των δαιμόνων εξαφανίσθηκε. Αργότερα ο αδελφός που έγινε μάρτυρας αυτού του θέματος πληροφορήθηκε ότι η αναφορά αυτή σχετικά με τον μοναχό που έπεσε ήταν πράγματι αληθινή»[31].

Στους Ορθοδόξους Χριστιανούς συμβαίνουν τέτοιες εμπειρίες συνεχώς μέχρι και στον αιώνα μας. Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για όνειρα ή οπτασίες, αλλ’ αντίθετα για αφυπνιστικές εμπειρίες οράσεως δαιμόνων στην πραγματική τους μορφή, μόνο σ’ εκείνους βέβαια που έχουν ανοιχθή οι πνευματικοί τους οφθαλμοί και μπορούν να βλέπουν αυτά τα όντα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι αόρατα.

Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν ίσως λίγοι μόνο Ορθόδοξοι Χριστιανοί «της παλαιάς σχολής» ή «απλοϊκοί», που μπορούσαν να πιστεύσουν ακόμη στην «κατά γράμμα αλήθειαν» αυτών των γεγονότων. Ακόμη και σήμερα ωρισμένοι Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να τα παραδεχθούν. τόσο πολύ έχει διεισδύσει η σύγχρονη αντίληψις ότι οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι «αμιγή πνεύματα» και δεν ενεργούν κατά τέτοιον «υλικό» τρόπο. Μόνο λόγω της κατά πολύ αυξημένης δραστηριότητας των δαιμόνων κατά τα πρόσφατα χρόνια τα περιστατικά αυτά αρχίζουν για μια φορά ακόμη να φαίνωνται τουλάχιστον εύλογα.

Σήμερα επίσης οι πολύ διαδεδομένες «μεταθανάτιες» εμπειρίες έχουν ανοίξει το βασίλειο της μη υλικής πραγματικότητος σε πολλούς από τους κοινούς ανθρώπους, που στο παρελθόν δεν είχαν καμμία επαφή με τον απόκρυφο κόσμο, ενώ η συνεπής και αληθινή εξήγησις του κόσμου αυτού και των όντων του έχει γίνει πλέον μία από τις ανάγκες του καιρού μας. Την εξήγησι αυτή μπορεί να δώση μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός που διέσωσε την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία μέχρι τις ημέρες μας.

 π. Σεραφείμ Ρόουζ , Η Ψυχή μετά τον θάνατον

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ” -ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ  ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13

Ι.Μ.Παντοκράτορος 1. Λουκ. ιστ’ 22
2. Ματθ. κη’ 23
3. Μαρκ. ιστ’ 5
4. Λουκ. κδ’ 4
5. Ιωαν. κ’ 12
6. Προσφάτως ανεκηρύχθη άγιος υπό του Πατριαρχείου Ρωσίας.
7. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, έκδ. Τουζώφ, Αγία Πετρούπολις, 1883
8. ένθ. αν., σελ. 195
9. Simon Α. Blackmore, Spititism: Facts and Frauds, Benziger Brothers, New York, 1924, σελ. 522
10. C.S. Lewis, Miracles, The Macmillan Co, New York, 1967, σελ. 164-5
11. Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Έργα, τόμ. 3, σελ. 216
12. ένθ. αν., σελ. 227
13. ένθ. αν. σελ. 233
14. Πράξ. ι’ 3, η’ 26
15. Λουκ. α’ ΙΙ
16. Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Περί του Αγίου Πνεύματος, κεφ. 16 & 23.
17. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Περί Νοερών ουσιών, Έπη δογματικά 7
18. Ψαλμ. ργ’ 4, Εβρ. α’ 7
19. Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, «Περί αγγέλων», Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. Β. (3) 17
20. Τωβ. ιβ’ 19
21. Γέν., κεφ. ιη’ – ιθ’
22. Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, Θ’, α’
23. Δαν., κεφ. ι’
24. Ιερού Αυγουστίνου, Η πολιτεία του Θεού, βιβλ. XXI, 10
25. βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ένθ. αν.
26. βλ. Ιερού Αυγουστίνου, ένθ. αν.
27. π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι δρόμοι της Ρωσικής Θεολογίας, εις την Ρωσικήν, Παρίσι, 1937, σελ. 394-5.
28. Εφεσ. β’ 2
29. Εφεσ. ς’ 12.
30. Ματθ. ιβ’. 27
31. Αββά Κασσιανού, Διαλέξεις, VII, 12, 16

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου