Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Άγιος Γέρων Βησσαρίων, ὁ Πνευματικός, ὁ Ἀγαθωνίτης, [κοίμησι] (22/1, +1991)


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ γιά τή  Ζωή του Γέροντα Βησσαρίων του Αγαθωνίτου.

     Α) Προκαταρτικά: 


   
 Ἕνας ὅσιος καί δίκαιος ὑπῆρξε καί ὁ π. Βησσαρίων Κορκολιάκος. Κατάφορτο τό πλοῖο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ἀπό τούς εὔχυμους καρπούς τοῦ Ἄγ. Πνεύματος.

Πέρασε ἀνάμεσά μας ἥσυχα καί ἀθόρυβα καί ἐλλιμενίστηκε πλέον στόν ὑπήνεμο λιμένα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἱεραπόστολος καί ἀσκητής, ἐφημέριος καί μοναχός, ὑποτακτικός καί πνευματικός. Χαρίσματα ἐξωτερικά, ὄχι ἐντυπωσιακά, «ἀρεστή ὅμως ἥν τῷ Θεῷ ἡ ψυχή αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. δ’ 14), διότι εἶχε ἐσωτερική θαυμαστή ζωή καί κατά Θεόν προκοπή εἰς τόν «ἔσω ἄνθρωπον» (Ρωμ. ζ’ 22). Μέσα στό ὀστράκινο σκεῦος (Β’ Κόρ. δ’ 7) τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ λευίτη ὑπῆρχε ὁ θησαυρός τοῦ αγ. Πνεύματος καί «ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 14), πού ξεδιψοῦσε ὅσους τόν πλησίαζαν.  Περίεργο πράγμα! Ἐνῶ ὅλοι, ὅσοι τόν γνώρισαν, καταθέτουν τήν ἀγαθή καί εὐμενή μαρτυρία τους γιά τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀγνοοῦντες πρόσωπα καί πράγματα  τολμοῦν νά ἐγείρουν ἀμφιβολίες γιά τό ποιόν τοῦ ἀνδρός καί τήν ἐτυμηγορίαν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

     Ὁ π. Βησσαρίων ἐσφράγισε μιά ἐποχή καί μία περιοχή. Ἐχάραξε πίσω του μιά φωτεινή διαδρομή. Μίλησε στήν καρδιά τοῦ λαοῦ μας καί τό ὄνομά του γράφτηκε μέ χρυσά γράμματα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ὅτι ἀπό αὐτόν ἐπήγαζε τό καλό, ἀλλά διότι ὑπῆρξε «καλός οἰκονόμος ποικίλης χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Πέτρ.  δ’ 10) καί διαχειρίστηκε ταπεινά καί ἀγαπητικά τή χάρη τῆς Ἱερωσύνης καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐδόξασε τό Θεό καί ὁ Θεός τόν ἐχαρίτωσε καί τόν ἀντιδόξασε. «Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει ὁ Κύριος» ( Α’ Βασ. β’ 30). Ὠφέλησε καί δέ πρόσβαλε καί δέ σκανδάλισε τόν ἅγιο λαό τοῦ Θεοῦ καί ὁ λαός μας τόν ἀγάπησε καί τόν ἐτίμησε. Ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἄνω καί ἐκ τῆς γῆς κάτω, ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, «σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ» καί φωνή τοῦ λαοῦ, συναντήθηκαν στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος, τοῦ «Βραχνοῦ», καί διεφημίσθη στά πέρατα τῆς γῆς ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν καί ἡ χάρη τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό πού θά ἤθελε ὁ π. Βησσαρίων νά φωνάξει, ὅσο ζοῦσε, σέ ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρους, τό φώναξε τώρα ὁ Θεός μέ τό θαῦμα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σκηνώματος τοῦ Ἱερομονάχου, γιά να ἐπαληθευθεῖ γι’ ἀκόμη μιά φορά τό ἁγιογραφικό: «τρανή ἔσται γλώσσα μογιλάλων» ( Ησ. λε’ 6). Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν π. Βησσαρίωνα. 

       Β) Ἁπλός καί προσευχόμενος 

     Δέν ὑπῆρξε σπίτι στό ὁποῖο νά μή μή εἶχε μπῆ ὁ ἀγαθός αὐτός ἱερεύς. Νά ἐξομολογήσει, νά παρηγορήσει, νά εὐλογήσει, νά ἁγιάσει μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στίς ἱερές του περιοδεῖες ἤ στίς λογίες του Μοναστηριοῦ, πάντοτε στήν ὑπακοή εὑρισκόμενος καί χάριν τοῦ μοναστηριοῦ. Κι ὅπου πήγαινε,  ἦταν πέρα γιά πέρα ἀβαρής καί ταπεινός. Χωρίς ἀπαιτήσεις καί ἰδιοτροπίες. Μ’ ἕνα ἁπλό ρυζάκι ἤ ἕνα τραχανά. Σέ μία πολυθρόνα ἤ σ’ ἕνα στρῶμα, σ’ ἕνα ἁπλό κρεβάτι. Σεμνά καί σιωπηλά. Καί τήν ἄλλη μέρα πού ἔφευγε, ἄφηνε πίσω του τήν εὐλογία τῆς θείας εὐωδίας καί χάριτος.

     Σ’ ἕνα σπίτι στό Μῶλο Λοκρίδος, πού φιλοξενήθηκε τό προηγούμενο βράδυ, φεύγοντας τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, ευωδίαζε τό δωμάτιο, πού ἔμενε. Ἀποροῦσε ἡ νοικοκυρά, πού πῆγε νά τινάξει τά στρωσίδια: -Τί θέλουν αὐτοί οἱ καλόγεροι καί βάζουν τόσο λιβάνι, ἐκεῖ ὅπου μένουν κάθε φορά; μονολογοῦσε καί ρωτοῦσε καί τό ἔλεγε στίς γειτόνισσες. Δυό μέρες ἔκανε νά φύγει αὐτό τό σπάνιο «θυμίαμα» τοῦ π. Βησσαρίωνος! Μένοντας δέ στά σπίτια τῶν Χριστιανῶν, δέν ἔμενε ἀργός καί ἀδρανής πνευματικά. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία  πολιού τώρα λευίτου ἱερέως  (τοῦ π. Σ.Σ) ὅταν πήγαινε στό χωριό του, μαζί μέ τό ἁπλό ρυζάκι πού ζητοῦσε, παρακαλοῦσε καί τήν πρεσβυτέρα τοῦ ἐφημερίου νά τοῦ πλύνει  ἀποβραδύς τά λιγοστά ἐνδύματα, πού εἶχε μαζί του –τά ἴδια φοροῦσε πάντοτε- γιά νά τά πάρει τό πρωί. Κι ὅλο προσευχόταν! Σηκωνόταν πολύ πρωί, πρίν ἀπό τή θεία Λειτουργία, καί προσευχόταν μέ τίς ὦρες. Καί μετά τή θεία Λειτουργία ἤ τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση, δέν ἔφευγε ἀμέσως. Παρέμεινε στό ναό καί προσευχόταν! Χωρίς νά γίνεται  σκυθρωπός, χωρίς νά σταματᾶ κάποια οἰκοδομητικά ἀστεία του, διατηροῦσε πάντοτε ἕνα ταπεινό καί σοβαρό ἦθος καί ὕφος, πού δίδασκε καί οἰκοδομοῦσε.

     Αναφέρει κάποιο πνευματικό του παιδί σχετικά : Μᾶς μί­λη­σε ἀ­κό­μη , ο π. Βησσαρίων, γι­ά τό προ­σκύ­νη­μά του στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στή μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα τοῦ ἠ­γι­α­σμέ­νου. Ἐ­ντύ­πω­σή μου ἔ­κα­νε τό ὅ­τι προ­σκυ­νώ­ντας τόν Πα­νά­γι­ο Τά­φο ξε­χά­στη­κε σκυμ­μέ­νος καί προ­σευ­χό­με­νος ὥ­σπου ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νά κλει­δώ­σουν οἱ φύ­λα­κες μο­να­χοί καί τόν προ­έ­τρε­ψαν νά βγεῖ ἔ­ξω.

    Κά­νο­ντας λό­γο γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή μας τό­νι­σε ὅ­τι ἡ ζω­ή κο­ντά στό Θε­ό εἶ­ναι χα­ρά καί ἀ­γαλ­λί­α­ση καί ὅ­τι πρέ­πει νά βά­λου­με πρό­γραμ­μα νά προ­σευ­χό­μα­στε πρω­ί καί βρά­δυ, νά κά­νου­με τό ἀ­πό­δει­πνο καί νά δι­α­βά­ζου­με τούς Χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας καί ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Νά προ­σευ­χό­μα­στε ἀ­πα­ραί­τη­τα πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό εὐ­χα­ρι­στώ­ντας τόν Θε­ό πού μας χα­ρί­ζει τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Ἀ­πα­ραί­τη­τα νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε κά­θε Κυ­ρι­α­κή καί νά κά­νου­με εὐ­χέ­λαι­ο στό σπί­τι μας μι­ά δυ­ό φο­ρές τό χρό­νο. Ὅ­λοι οἱ χρι­στι­α­νοί κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες, τό πᾶν εἶ­ναι νά ση­κω­θοῦ­με πά­λι καί νά ἀ­γω­νι­στοῦ­με κα­τά τῶν πα­θῶν. Ἔ­τσι χαί­ρε­ται ὁ Χρι­στός κι ἐ­μεῖς σω­ζό­μα­στε. Ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στόν πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να ἦ­ταν μί­α χα­ρά καί μί­α ἀ­νά­στα­ση γι­ά μᾶς.  

    Λέγεται ὅτι τή βραχνάδα τῆς φωνῆς, σκόλοπα τῆς σαρκός ἰσόβιο καί ὀδυνηρό, τήν ἀπέκτησε ἀπό κάποια περιπέτεια μέ τούς Γερμανούς κατακτητές, η οποία επεδεινώθηκε ἀπό τήν παραμονή του στό Νάρθηκα ενός ναοῦ κάποιου χωριοῦ τῆς Καρδίτσης, ἕνα παγωμένο βράδυ τοῦ χειμώνα, γιατί δέν ἤθελε νά ἐπιβαρύνει κάποιο χριστιανό, μιά κι ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ ἀδυνατοῦσε νά τόν φιλοξενήσει, γιατί εἶχε ἄρρωστη τήν παπαδιά του (Μαρτυρία κ. Σ.Κ). Στό βάθος πάντως και των δύο γεγονότων βρίσκεται ἡ θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Γέροντα χάριν τῶν ἄλλων. 

    Γ) Χειραγωγός στή Μετάνοια καί τή Σωτηρία 

    Τό κατεξοχήν ἔργο τοῦ π. Βησσαρίωνος ἦταν ἡ Ἐξομολόγηση. Ἡ διακονία του, ἡ ἀφοσίωσή του καί ἀντοχή του στό Μυστήριο τῆς ἀφέσεως καί καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό ὑπῆρξαν παροιμιώδεις. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος σήμερα στή Φθιώτιδα, πού νά μή ἔχει ἐξομολογηθεῖ κάποτε στόν π. Βησσαρίωνα, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του. Πήγαιναν οἱ προσκυνητές στήν Ἱερά Μονή Ἀγάθωνος καί ζητοῦσαν πνευματικό. Κι ἀμέσως παρουσιαζόταν συνεσταλμένος καί σιωπηλός, χαρίεις καί φωτεινός, ὁ «καλός ποιμήν, ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκ. ιθ’ 10).

      Ἰδιαιτέρως ὑπηρέτησε τόν πληγωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ ἀρρώστου καί «ἐπί κλίνης ὀδυνηρᾶς καί στρωμνῆς κακώσεως»

πάσχοντα χριστιανό. Ἀνεξάντλητη ἡ ὑπομονή του, ἀτέλειωτες οἱ ὧρες ἐξομολογήσεως στό Νοσοκομεῖο Λαμίας, χιλιάδες οἱ ἐξομολογηθέντες (μαρτυρία  κ. Π.Κ). Ὀγδόντα κι ἑκατό ἄτομα κάθε μέρα! Ὁ πόνος σμιλεύει τίς ψυχές καί κάνει εὐπρόσδεκτο τό φάρμακο τοῦ Θεοῦ. Θεσπέσιο το φαινόμενο! Πάνω ἀπό τό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἕνας ἰσχνός καί γλυκύς ἱερομόναχος σκύβει νά ἀκούσει τά ἀνθρώπινα πάθη καί λάθη. Κι ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ξεθάβει μέ τή βραχνή φωνή του παλαιά ἁμαρτήματα καί τά ἀποθέτει στά πόδια τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ μας. Ἀκόμη καί σήμερα τόν βλέπουν οἱ παλαιές Νοσοκόμες νά περιφέρεται ἀνάμεσα στούς θαλάμους κι ἕνα ρίγος διαπερνᾶ τήν ὕπαρξή τους: «ὁ π. Βησσαρίων εἶναι παρών!»

      Ο π. Βησσαρίων, σύμφωνα με τα σημειώματα ενός αμέσου συνεργάτη του στο Νοσοκομείο Λαμίας και πνευματικού του τέκνου αρχικά, του συντηρητή Παν. Κουλουκτσή, μακαρίτη και αυτού τώρα, εξομολόγησε στο παλαιό Νοσοκομείο, (κάτω Νοσοκομείο και Σανατόριο), 12 χρόνια και τέσσερες μήνες περίπου, από 1-8-1978 μέχρι 18-12-1990 ως εξής:                                                            

Από 1-8-78 μέχρι 19-12-78:  202 άτομα   Από Μάϊο ΄83  μέχρι   Απρίλιο ΄84: 917 άτομα

Από 16-1-79  μέχρι   18-11-79: 612  άτομα   Από  Μάϊο ΄84   μέχρι Απρίλιο ΄85: 816 ατ.                                                              

Από  15-1-80     «       16-12-80: 428         «      Από     «     ΄85      «   «  ΄86: 951    «

Από  20-1-81     «        15-12-81: 507        «      Από     «     ΄86    «    «   ΄87: 1.150    «

Από  12-1-82     «          4-5-82:   260       «       Από    «     ΄87    «     «  ΄88: 991    «

Από  17-5-82     «         26-4-83:  831       «       Από     «    ΄88   «     «   ΄89: 1.017    «

Και από το Μάϊο του 1989 έως 18-12-1990 εξομολόγησε 1016 άτομα.

       Συνολικά ο π. Βησσαρίων στο υπόλογο διάστημα αναδέχθηκε τα αμαρτήματα και τα βάσανα στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στο Νοσοκομείο Λαμίας από 9.698 ψυχές!

       Οι σημειώσεις του αειμνήστου Παν. Κουλουκτσή, βοηθού του π. Βησσαρίωνος στο έργο της Ιεράς Εξομολογήσεως αναφέρουν και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα και αξιόλογες παρατηρήσεις, που απηχούν την επίδραση του π. Βησσαρίωνος στις  καρδιές.

       Εξομολογήθηκαν πολλοί για πρώτη φορά, άθεοι, αντιδρώντες, καρκινοπαθείς και μελλοθάνατοι, αστεφάνωτοι, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Γινόταν κατάλληλη προετοιμασία των εκουσίως προσερχομένων στο μυστήριο και η ευλογία του Θεού έτσι απέβαινε πιο εναργής. Σταχυολογούμε μερικές αναφορές:

          «4-5-1982: Σήμερα εξομολογήθηκαν 50 άτομα. Μεταξύ αυτών και δύο άνδρες 70 χρόνων διά πρώτην φοράν και υπό συνθήκας, όπου ο πνευματικός π. Βησσαρίων τα θεώρησε θαύμα και ότι είδε τον Θεό παρόντα. Και τούτο διότι ενώ αρχικά δεν ήθελαν, κατόπιν παρουσίασαν τέτοια συντριβή και θέληση, που μονο θαύμα Θεού κατορθώνει. Εξομολογήθηκε κι ένα ανδρόγυνο τσιγγάνων μετά μεγάλης προθυμίας».

         «21-12-1982: Εξομολογήθηκαν 50 άτομα από ώρα 3.30΄ έως 11 το βράδυ. Αν υπήρχε χρόνος και άλλοι θα εξομολογούντο».

          «7-6-1983: Εξομολογήθηκαν σήμερα στον π. Βησσαρίωνα 60 άτομα. Η ευλογία αυτή ήταν πρωτοφανής και υπερέβη κάθε προηγούμενο».

          «21-6-83: Εξομολογήθηκαν σύνολον 57. Οι 38 ήταν στα κρεββάτια τους».

      Μαζί με τους αρρώστους εξομολογούνταν και συγγενείς-συνοδοί τους, αλλά και άλλοι που ερχόντουσαν ειδικά για τον π. Βησσαρίωνα. «7-8-1979: Ενας κύριος, πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, έκανε 6 ώρες δρόμο για να συναντήσει τον π. Βησσαρίωνα».

      Στις 7-11-1978 0 κόσμος και στο Νοσοκομείο ήταν ανάστατος από το γεγονός της Ελένης από το Κωσταλέξι. Ο π. Βησσαρίων όμως απτόητος εξομολογεί στο Νοσοκομείο με την προετοιμασία που έκαναν οι πολύτιμοι συνεργάτες του στους αρρώστους 30 άτομα. Ο πνευματικός, καίτοι κουράστηκε, έφυγε ευχαριστημένος λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τα δίχτυα του Θεού αλίευσαν πολλές ψυχές απόψε!!». 

       Κάποτε στήν περιοχή τῆς Καρδίτσας, πού ὑπηρέτησε ἀρχικά, συνέβη νά ἐπισκεφθῆ ἐκ νέου τά μέρη ἐκεῖνα, ἐνῶ ἦταν πλέον ἱερομόναχος στή Φθιώτιδα. Μόλις κατέβηκε ἀπό τό τραῖνο, χτύπησε κάποιος τίς καμπάνες καί μαζεύτηκε ὅλο τό χωριό. Μερικοί του φιλοῦσαν γονατιστοί τό χέρι. Πῆγαν ὅλοι μαζί στό καφενεῖο, στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖ προθυμοποιήθηκε νά τούς κεράσει ὁ π. Βησσαρίων, « ἀλλά δέν ἔχω χρήματα», τούς εἶπε. Σηκώθηκε τότε ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος καί ἀπήντησε: «-Παππούλη, ἐσύ θέλουμε νά μᾶς κεράσεις ὅλους μία Ἐξομολόγηση»! (Μαρτυρία κ. Α.Κ) Τόσο μεγάλη ἀπήχηση εἶχε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ὁ Ἐξομολόγος π. Βησσαρίων ὥστε αὐτό νά τούς ἔχει μείνει ὡς ζωηρή ἀνάμνηση ἀπό τό πέρασμά του! 

      Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ εἶχε καταλάβει βαθειά μέσα του τήν ἀνυπολόγιστη ἀξία τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Εἶχε ἀγαπήσει αὐτό τό ἔργο καί εἶχε ἀφοσιωθεῖ σ’ αὐτό. Γί αὐτό καί πέτυχε. Πέτυχε κατά Θεόν καί «εὐηρέστησε Θεῶ καί ἀνθρώποις». Τό ἱερό τρίπτυχο τῆς ἐπί γῆς δημόσιας δράσης τοῦ Χριστοῦ μας, «ἡ δικαιοσύνη, ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἀπολύτρωσις» (Α’ Κορ. α’ 30), ὅπως τελειώθηκαν ἀπό τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας καί μέ τό τρισσό ἀξίωμά Του, ὑπῆρξε στόχος ζωῆς τοῦ π. Βησσαρίωνα. 



Ὁ π. Βησσαρίων κατεῖχε ὡς πνευματικός ἐξέχουσα θέση ὄχι μόνο στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί στήν τοπική  οἰκογένεια τῶν κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιώτιδος. Ὠδήγησε στήν ἱερωσύνη μέ τή συμμαρτυρία του 200 -300 ἱερεῖς. Ὑπῆρξε δηλαδή πνευματικός καί τῶν ὑποψηφίων ἐφημερίων. Μεταξύ τῶν Κληρικῶν συμμαρτυρία ἔλαβε ἀπό τόν π. Βησσαρίωνα  καί ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός, ἐθνικός ἀγωνιστής τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ζητήματος.         

     Γράφει πνευματικό του παιδί [Παντελίδης Χαράλαμπος, Λάρισα] Ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στόν πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να ἦ­ταν μί­α χα­ρά καί μί­α ἀ­νά­στα­ση γι­ά μᾶς.  

     Η ιερή, θεοφιλής και φιλάνθρωπη διακονία του Μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως στις αθάνατες ψυχές από τον π. Βησσαρίωνα, αλλά κι από κάθε πνευματικό, παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της αφανής στα μάτια των ανθρώπων, φανερή βεβαίως στις ψυχές και πλήρως διαφανής στα μάτια του Θεού. Οι πολλοί λογαριάζουν με αριθμούς, οι συμμετέχοντες με ανεκλάλητα, συχνά, μυστικά βιώματα, ο πνευματικός με δάκρυα και προσευχή κι ο Θεός με σωτηρία, που αρχίζει από τη γή και τελειούται ατέλειωτα στον Ουρανό. Εκεί θα δουμε στην πλήρη φανέρωσή του και το έργο του π. Βησσαρίωνος, του Πνευματικού! 

    Δ) π. Βησσαρίων ὁ Ἐλεήμων καί Ὑποτακτικός 


    Ὁ π. Βησσαρίων ὑπῆρξε κατά θαυμαστό τρόπο καί φιλάνθρωπος. Ἐλεήμονας.

    Περιουσία δέν εἶχε. Τό μισθό του τόν μοίραζε. Συχνά τηλεφωνοῦσε στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος καί κατηύθυνε σέ φτωχές οἰκογένειες τό μηνιάτικό του. Βοήθησε ἀπηλπισμένους καί σπούδασε ἄπορα παιδιά (Μαρτυρία π. Δ.Τ). Ὅταν ἀποστελλόταν ἀπό τόν Ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνος, ἀείμνηστο Γέροντα π. Γερμανό Δημάκο, γιά συγκέντρωση χρημάτων, «λογία» (Α’ Κορ. ιστ’ 1-2), τά μισά χρήματα στήν ἐπιστροφή του τά μοίραζε στούς ἀναγκεμένους. Ὄχι ὅτι δέν ἐνδιαφερόταν γιά τό Μοναστήρι του, τό ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε.  Ή ὅτι δέν εἶχε ὑπακοή στούς Γεροντάδες του. Ἡ ὑπακοή του ἦταν ἐκπληκτική, ὑπερβολική καί τυφλή, θά λέγαμε. Κάποτε τοῦ εἶπε τό Μοναστήρι νά φέρει ἀπό περιοχή τῆς περιοδείας του παπιά γιά τό κοινόβιο κι ἄλλη φορά μερικά γατιά, γιά τά ποντίκια. Ὁ π. Βησσαρίων, πού ποτέ δέν ἔλεγε «ὄχι», μέ τά μέσα τής ἐποχῆς ἐκείνης, τά λεωφορεῖα τῆς γραμμῆς ἤ τά ὑπομονετικά τετράποδα, ἀνέβαινε τόν ἀνηφορικό δρόμο «τῆς Παναγίας τῆς Ἀγάθωνης» μέ τίς ἀποσκευές τῆς ὑπακοῆς κατάφορτες ἀπό τούς καρπούς τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος (Μαρτυρία π. Δ. Ζ)

      Καί στίς προσβολές μέ ὑπομονή καί ἄνευ ἀντιλογίας, καί στούς καταρτισμούς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, βράχος ἀμετακίνητος, «ἄκμων τυπτόμενος καί μή φθειρόμενος», ὑπόδειγμα μοναχοῦ δουλεμένου καί παράδειγμα ἐξαίσιο ταπεινώσεως, γιά ὅλους ἐκείνους πού κάποια στιγμή βρέθηκαν μπροστά σέ τέτοια θαυμαστά γεγονότα ἁγιότητος καί πνευματικοῦ ὕψους (Μαρτυρία δ. Σ.Π). Πόσο πίσω  εἴμαστε ἐμεῖς μερικές φορές πού δέν ἀνεχόμαστε οὔτε τήν παραμικρή ἀμφισβήτηση τῆς φανταστικῆς ἀξίας μας καί ἔχουμε κάνει ἐπιστήμη τήν εὐθιξία μας! 

    Ε) Θάρρος Ὑπάρξεως καί Ὁμολογία Πίστεως 


      Μή νομίσουμε ὅμως ὅτι ὅτι ὁ ταπεινός π. Βησσαρίων ἦταν κανένα ἀνθρωπάκι.Ὅταν ἐπρόκειτο γιά θέματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας, ἠθικῆς καί Πατρίδος, ἦταν ἀποφασιστικός καί γενναῖος. Κάποτε στό Μοναστήρι ἐμφανίστηκε ὡς ἀνάδοχος ἡ κόρη ( κα Σ.Κ.) τοῦ τότε Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας μας (Α.Π.) καί δέν ἤθελε ἐπ’ οὐδενί νά πεῖ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως (τό Πιστεύω). Ὁ ἐφημέριος πού τελοῦσε τότε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (π. Β.Ρ) μπροστά στήν πείσμονα ἄρνηση τῆς νονᾶς ταράχτηκε καί κάλεσε μέ κάποιον καλόγερο τόν π. Βησσαρίωνα ἀπό τό κελλί του νά διευθετήσει τό ζήτημα. Πῆγε ὁ ἅγιος Γέροντας καί ἔντονα παρεκάλεσε δυό-τρεῖς φορές τήν ἐπίσημη κόρη νά ἀπαγγείλει τό «Πιστεύω»: -«Πές, παιδί μου, τό <Πιστεύω>! Αὐτή ἀντέδρασε καί ἐπικαλέστηκε τήν ἰδιότητά της, ὡς θυγατέρας τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Καί ὁ ἀοίδιμος Γέροντας: -«Τόσο τό καλύτερο, πού εἶσαι κόρη τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς χώρας, ἐπιβάλλεται νά τό πεῖς!». Καί τό εἶπε, νικημένη ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ θαρραλέου κληρικοῦ. 

    ΣΤ) «Κρεμασμένος» ἀπό τόν θεόπνευστο λόγο 


      Ὁ Γέροντας Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης δέν ἦταν ἕνας ἁπλούς καί ἀπαίδευτος μοναχός. Ἦταν βέβαια ἀπό τή μία μεριά ἀφανής καί ταπεινός ἐργάτης στόν Ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη διάβαζε καί μελετοῦσε ἐπισταμένως τήν Ἁγία Γραφή, μάλιστα δέ τήν Καινή Διαθήκη μέ τήν Ἑρμηνεία τοῦ ἀείμνηστου Καθηγητοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα, τήν ὁποία καί συνιστοῦσε. Εἶχε δηλαδή ὁ Γέροντας καταλάβει τήν ἀξία τοῦ θείου λόγου γιά τήν ψυχική σωτηρία τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Διάβαζε ἐπίσης καί συνιστοῦσε τά ὀρθόδοξα βιβλία καί περιοδικά της Ἐκκλησίας μας, πού ἀναλύουν ἐπί τό ἁπλούστερον τόν θεόπνευστο λόγο τῆς Βίβλου. Ἐγκωμίαζε δέ τούς ἐργαζομένους ἱεραποστολικά μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς μοναχούς ἀποτελοῦν τήν ἐμπροσθοφυλακή τοῦ Πνεύματος (Μαρτυρία κ. Π.Κ). Ὁ ὅσιος αὐτός ἱερεύς πού ξεκίνησε τή μοναχική του ἀφιέρωση ἀπό τά 12 του χρόνια, ἄκουσε πολύ νωρίς καί ἔμαθε «τά ἱερά γράμματα, τά δυνάμενα νά κάνουν σοφό τόν ἄνθρωπο εἰς σωτηρίαν»(Β’ Τιμ. γ΄ 15) ἀπό τόν ἀείμνηστο Ἱεροκήρυκα Μεσσηνίας καί φλογερό Κληρικό,  Ἀρχιμ. π. Πολύκαρπο Ἀνδρώνη (Πέρ. «Σύνδεσμος» τ. Μαΐου 2006) καί μέσα στήν ψυχή του φυτεύτηκαν ἰσόβια καί καρποφόρησαν τά λόγια του Χριστοῦ μας: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α’ 15). Αὐτό ἔκανε, αὐτό ἔζησε, αὐτό δίδαξε καί μέ αὐτό ἁγίασε ὁ ἴδιος καί ἔσωσε πολλές ψυχές ἀθάνατες.

      Ἀλήθεια, μήπως εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, τό ὅτι ὁ π. Βησσαρίων κρατᾶ σφικτά στό δεξί του χέρι τό Ἱερό Τετραυάγγελο καί στό ἀριστερό τό Ἱερό Ψαλτήριο καί δέν τά ἀφήνει , δέν τά ἀποχωρίζεται, ἀκόμη καί μετά θάνατον, στό ἱερό λείψανό του, ὅπου ἡ παράλυση πάντοτε ἀκολουθεῖ μετά ἀπό λίγες ὧρες στούς κεκοιμημένους; Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ Αγ. Δημητρίου τοῦ Ροστόβ, στήν Ρωσία, ὅτι πάντοτε ἔφερνε μαζί του σέ ἕνα μαρσίπιο, τό Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήριο, τά βιβλία τοῦ Θεοῦ, θείας χάριτος καί ἀληθείας πεπληρωμένα, ὁδηγούς πρός τά ἄνω καί χορηγούς ἁγιότητος. 

        Ζ) Χαρισματοῦχος 

      Ὁ π. Βησσαρίων δέν ἐστερεῖτο καί ἄλλων ἐκπληκτικῶν χαρισμάτων, μέ τά ὁποία τόν εἶχε προικίσει ὁ Καλός Θεός. Ὅταν κάποτε εἶχε ἔλθει ἕνα λεωφορεῖο μέ παιδιά ἀπό κάποια πόλη τῆς Ἑλλάδος  ἐκδρομή στό Μοναστήρι καί στό διπλανό Μουσεῖο Φυσικῆς Ἱστορίας, στήν αὐλή τῆς Μονῆς τούς ὑποδέχτηκε ὁ π. Βησσαρίων, καί σύμφωνα μέ τήν προσωπική μαρτυρία τοῦ κ. Σ.Κ., ἔλεγε τά μικρά ὀνόματα τῶν μαθητῶν ἀπέξω, λές καί τά ἤξερε ἀπό χρόνια, αὐτά καί τίς οἰκογένειές τους.

      Ὁ π. Κ. Μ. ἐφημέριος σ’ ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας Θεσσαλιώτιδος, ἀσπρομάλλης τώρα, θυμᾶται στά πρῶτα χρόνια τῆς Ἱερωσύνης του, ὅτι σέ μία θεία Λειτουργία στήν Ἐνορία του, στό Ἱερό Βῆμα ἦταν συμπροσευχόμενος καί ὁ π. Βησσαρίων. Μετά τή Μεγάλη Εἴσοδο, τοῦ εἶπε ταπεινά, νά προσέχει τώρα πού ἔγινε «Στρατιώτης Χριστοῦ» (Α’ Τιμ. β’  3), γιατί γύρω του τήν ὥρα τῆς Εἰσόδου περιίπταντο πλῆθος ἀπό πολύχρωμες «πεταλοῦδες». Προφανέστατα, γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι πρόκειται γιά τή συμμετοχή τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων στήν  τέλεση τῆς Ὀρθοδόξου Θείας Λατρείας. Σ’ ἕνα ἄλλο χωριό τοῦ Δομοκοῦ, πάλι κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, ἔβλεπε τόν ἀείμνηστο πλέον ἱερέα τῆς Ἐνορίας  π. Λ.Ζ. νά ἱερουργεῖ μέ ματωμένα χέρια, ὅπως ἀνέφερε μετά στόν συνεργάτη του ἐπί τῶν ἐξομολογήσεων κ. Π. Κ. Ἀκριβῶς, γι’  αὐτό τό λόγο, γιά τήν κρυφή του πολιτεία, τήν ταπεινή του διακονία, τά μεγάλα χαρίσματα καί τό ταπεινό φρόνημα, ὁ π. Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὅταν συναντήθηκαν κάποια φορά στό Ἅγιο Ὅρος, τοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «-Σέ ζηλεύω, π. Βησσαρίωνα». Καί ἀποροῦσε μετά ὁ γέροντάς μας καί ἔλεγε στό συνοδοιπόρο του κ. Ν.Ν. «ἄκουσες τί εἶπε ὁ π. Παϊσιος; Μέ ζηλεύει, εἶπε…Ἐμένα ζηλεύει; Τί ἔχει νά ζηλέψη ἀπό μένα;» 

Η) Η εθνική του δράση  [προσωπική μαρτυρία και κατάθεση ψυχής]   


Πα­ρα­σκευ­ή 11 Νο­εμ­βρί­ου 1988.

    Μα­ζί μέ τό φί­λο μου Ἰ­ω­άν­νη Κ….. ἀ­πό τή Φα­λά­νη, ἀ­να­χω­ρή­σα­με με­ση­μέ­ρι Πα­ρα­σκευ­ῆς ἀ­πό τή Λά­ρι­σα μέ προ­ο­ρι­σμό τήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἀ­γά­θω­νος στή Λα­μί­α. Φτά­σα­με στό μο­να­στή­ρι γύ­ρω στίς 17:30. Ἐ­κεῖ μας ὑ­πο­δέ­χτη­κε ὁ ἡ­γού­με­νος πα­τήρ Γερ­μα­νός. Μᾶς ὁ­δή­γη­σε στά κε­λι­ά ὅ­που θά φι­λο­ξε­νού­μα­σταν γι­ά τό σαβ­βα­το­κύ­ρι­α­κο καί στή συ­νέ­χει­α πή­γα­με στό ἀρ­χο­ντα­ρί­κι τῆς μο­νῆς ὅ­που γνω­ρί­σα­με ἕ­ναν ἅ­γι­ο ἄν­θρω­πο τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο πα­τέ­ρα Βησ­σα­ρί­ω­να Κορ­κο­λι­ά­κο, ἄ­ρι­στο πνευ­μα­τι­κό καί κα­λό λει­τουρ­γό. Ἐ­κεῖ δί­πλα στό τζά­κι ἀ­φοῦ κε­ρα­στή­κα­μέ μας δι­η­γή­θη­κε μί­α ἱ­στο­ρί­α πού συ­νέ­βη­κε στή Λά­ρι­σα κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς. Οἱ Γερ­μα­νοί εἶ­χαν συλ­λά­βει καί εἶ­χαν κλεί­σει στό ἀ­ε­ρο­δρό­μι­ο τῆς Λά­ρι­σας ὅ­λη τήν ἀ­φρό­κρε­μα τῆς πό­λης: γι­α­τρούς, ὀ­δο­ντι­ά­τρους, δα­σκά­λους, κα­θη­γη­τές, φαρ­μα­κο­ποι­ούς…συ­νο­λι­κά ὀ­κτα­κό­σι­α ἑ­βδο­μή­ντα (870) ἄ­το­μα μέ σκο­πό νά τά ἐ­κτε­λέ­σουν. Ὁ πα­τήρ Βησ­σα­ρί­ων μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τό γε­γο­νός ἔ­τρε­ξε στό μη­τρο­πο­λι­τι­κό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λεί­ου ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ἡ πα­λι­ά ἀ­ση­μέ­νι­α εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου, ἡ ὁ­ποί­α σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα, καί προ­σευ­χή­θη­κε θερ­μά γι­ά τήν δι­ά­σω­ση τῶν ἐ­πι­φα­νῶν Λα­ρι­σαί­ων. Προ­σευ­χό­με­νος ἔ­λα­βε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο ὅ­τι θά τόν ἔ­χει βο­η­θό στήν εὔ­σπλα­χνη ἐ­να­γώ­νι­α προ­σπά­θει­ά του. Μα­ζί μέ ἕ­να δι­ά­κο­νο πού ἦ­ταν συ­νο­δός τοῦ ὅ­λη τήν νύ­χτα γύ­ρι­σε ὅ­λα τά σπί­τι­α τῆς πό­λης καί συ­γκέ­ντρω­σε 3500 λί­ρες. Τό πρω­ί μέ τό δι­ά­κο­νο πῆ­γαν στό ἀ­ε­ρο­δρό­μι­ο καί πα­ρου­σι­α­στή­κα­νε στό Γερ­μα­νό δι­οι­κη­τή πα­ρα­κα­λώ­ντας τον νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τούς κρα­τού­με­νους. To θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ἡ καρ­δι­ά τοῦ  Γερ­μα­νοῦ δι­οι­κη­τῆ δι­ά πρε­σβει­ῶν τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λεί­ου μα­λά­κω­σε καί δέ­χτη­κε νά ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τούς κρα­του­μέ­νους παίρ­νο­ντας σάν δῶ­ρο τίς λί­ρες. Ὁ πα­τήρ Βησ­σα­ρί­ω­νας συ­γκέ­ντρω­σε τούς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νους καί τούς μί­λη­σε μέ πύ­ρι­να λό­γι­α γι­ά με­τά­νοι­α καί προ­σευ­χή. Ὅ­λοι ἔ­φυ­γαν συ­ντε­τριμ­μέ­νοι κλαί­γο­ντας ἀ­πό χα­ρά καί συ­γκί­νη­ση καί εὐ­χα­ρι­στώ­ντας τόν ἅ­γι­ο Ἀ­χίλ­λει­ο πού ἔ­κα­νε τό θαῦ­μα του καί τούς ἔ­σω­σε ἀ­πό βέ­βαι­ο θά­να­το. Θά ἐ­κτε­λοῦ­νταν σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

       Ὅλοι, ὅσοι εἶχαν τήν εὐλογία νά γνωρίσουν τόν π. Βησσαρίωνα, ὅταν ζοῦσε, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὅσοι εἶχαν ἐξομολογηθεῖ κάτω ἀπό τό Ἐπιτραχήλι του, ὅσοι τόν εἶχαν φιλοξενήσει στό σπίτι τους, ὅσοι τόν μετέφεραν μέ τό αὐτοκίνητό τους, ὅσων πέρασε ἀπό τό χωριό τους, ὅσοι δέχτηκαν τήν βοήθειά του, πνευματική, ὑλική ἤ οἰκονομική, ὅσοι ἁπλά πῆραν μόνο τήν εὐχή τῆς Ἱερωσύνης του, ὅλοι αὐτοί ἄς μή ξεχάσουν ποτέ τόν Άγιο Γέροντα. 

Ας προσεύχονται πάντοτε ὑπέρ αὐτοῦ, πρός τό παρόν, καί ἄς ζητοῦν τήν εὐχή του. Ἅς μιμοῦνται τό παράδειγμά του καί τίς ἀρετές του. Κι ἅς ξέρουμε ὅλοι, ὅτι «η αγιότητα δεν είναι μόνο για τους μεγάλους ασκητές και πατέρες. Η αγιότητα είναι και για μας τους απλούς ανθρώπους, που ζούμε είτε μέσα στα μοναστήρια είτε μέσα στον κόσμο είτε στην οικογένειά του ο καθένας. Η αγιότητα δεν είναι ένα άπιαστο όνειρο, αλλά μας ανήκει, αρκεί να ζήσουμε επί της γης σαν χριστιανοί» (περ. Ορθόδοξη Μαρτυρία, τ. 132, Ιαν-Φεβ-Μαρ. 2006, σελ. 2). 

Θυμάμαι κάποιες φορές στο μοναστήρι που ερχόταν πλήθος κόσμου με διάφορα εκδρομικά λεωφορεία για να προσκυνήσουν τη Παναγία.Ο Γέροντας καθόταν στην είσοδο της εκκλησίας και περνούσαν όλοι από μπροστά του ανάβανε το κερί τους χωρίς κανείς να του δίνει τη παραμικρή σημασία, λες και ήταν αόρατος από τη ταπείνωση που είχε.. Ότι και να πω θα είναι λίγο για περιγράψω τις αρετές του Γέροντα Βησσαρίων..

Ας μη ξεχνάμε ποτέ, ότι ἐκεῖ ψηλά στό Μοναστήρι τοῦ Ἀγάθωνος μαζί μέ τόν Ἅγιο Χαράλαμπο καί τόν Ὅσιο Ἀγάθωνα εἶναι καί ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ὁ π. Βησσαρίων, διάπυρος εὐχέτης πρός τόν Κύριο ὑπέρ ὅλης της Φθιώτιδος καί φῶς ὁδηγητικό μέσα στό πνευματικό σκοτάδι πού βαραίνει πάνω ἀπό τήν κοινωνία μας στούς ἔσχατους καιρούς πού ζοῦμε!


Άγιε Γέροντα μου την ευχή σου να έχουμε πάντα, μεγάλη μας τιμή μας που σε γνωρίσαμε και ήσουν ο Πνευματικός μας Πατέρας.

Σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας έδωσες και μας δίδαξες.

Ο Όσιος Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης [Κοίμησι] (22/1, +1991)


Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης (1908-1991)

Ο Όσιος Γέρων Βησσαρίων Κορκολιάκος, ο Αγαθωνίτης, γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το έτος 1908, όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα.  Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Στα 18 του χρόνια πήγε στην Καλαμάτα, όπου συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους και αποφάσισε να εισέλθει στον ιερό κλήρο. Έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Βησσαρίων. Έπειτα χειροτονήθηκε Διάκονος, Ιερέας και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου.

Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο. Ωστόσο η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.

Γεμάτος πνευματικά εφόδια το έτος 1935, ύστερα από πρόσκληση του επίσης Μεσσήνιου Μητροπολίτη Καρδίτσας Ιεζεκιήλ, ο π. Βησσαρίων πήγε στην Καρδίτσα, όπου αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας. Εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας και μέσα σε αυτό ανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του σε σημείο που ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν το θάνατό του, να ρωτάει από το κρεβάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, τους φτωχούς, για τα πράγματα της Εκκλησίας και της κοινωνίας.

Ανέλαβε πολλές και δύσκολες αποστολές. Μεταξύ αυτών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γερμανική κατοχή, κατά την οποία αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες και έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά που είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.   


Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα.  Ήδη Αρχιμανδρίτης με πολύχρονο ασκητικό βίο και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στην Ιερά Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης Πελοποννήσιο π. Γερμανό Δημάκο. Εκεί ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του  Μοναστηριού.  Είχε εσωτερικό διακόνημα μέσα στο Μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη πήγαινε στα Νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Με τη χαρισματική προσωπικότητά του, την αγάπη του για τον άνθρωπο και τον γλυκύ και απλό τρόπο του κατάφερνε να ανακουφίζει τις πονεμένες ψυχές.  Τις λοιπές ημέρες καθόταν στο Μοναστήρι, μπροστά στην Εκκλησία, υποδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο και άκουγε τα προβλήματά του. Οι άνθρωποι που έρχονταν φορτωμένοι με πόνο, βάσανα και άγχος, έφευγαν από το Γέροντα ανακουφισμένοι. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Όσα πράγματα και χρήματα του έφερναν πολλοί άνθρωποι που τον εμπιστεύονταν, ο παππούλης τα μοίραζε στους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Έλεγε συνεχώς: «Έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε».



Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το Μοναστήρι με την ευχή του Γέροντα Γερμανού και έφτανε από τη μια άκρη του Νομού Φθιώτιδος στην άλλη. Πήγαινε σε όλα τα σπίτια και βοηθούσε. Πολλές φορές κοιμόταν και εκεί. Η περιοδεία του περιλάμβανε κατ΄ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία τον ανέμεναν με αδημονία σε όλα τα χωριά. Ο π. Βησσαρίων εξομολογούσε και τα παιδιά στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας και ήταν ο πνευματικός τους. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε τους έβαζε «κάτι» στο χέρι, για να τα ενισχύσει.

Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο το σεβασμό και την ιεροπρέπεια που αρμόζει. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά, καθώς η φωνή του ήταν φθίνουσα, εξαιτίας ενός περιστατικού με τους Γερμανούς, δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πως: «ο δε έχω, Κύριε, τούτο σοι δίδωμι»(Πρ. γ΄, 6). Με συμβουλές που η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού. Ήταν Μέγας Εξομολόγος. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του και έλκονταν.


Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του Μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγία στα χωριά, όπου με λαχτάρα τον περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί. Τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς και εκείνοι έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων όσα μάζευε τα μοίραζε σε δύο «σακιά». Ένα σακί έφερνε στο Μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Ιερά Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Όσα περιείχε το άλλο σακί τα μοίραζε  κατευθείαν στους φτωχούς. Γνώριζε ποιες ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και ανάλογα έκανε  τη διανομή.



Ο Γέρων Βησσαρίων πέρασε τη ζωή του νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν, που θυσίασε τη ζωή του υπέρ των προβάτων. Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε το Χριστό. Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο οποίος οικονόμησε εξαιρετικά να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλά, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετιστούμε, να συγκλονιστούμε.

Ο π. Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές. Δεν είχε μεγάλα προβλήματα. Προς το τέλος της ζωής του ήρθαν η κόπωση και τα γεράματα. Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» στην Αθήνα, όπου κοιμήθηκε από πνευμονικό οίδημα την 22 Ιανουαρίου 1991.   

Η πρόσβαση στο Μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν δύσκολη λόγω έντονης χιονόπτωσης. Με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Για δύο ημέρες τοποθετήθηκε στην Εκκλησία, όπου πολύς κόσμος περνούσε για να χαιρετήσει το Γέροντα και να κλάψει. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε. Το σώμα του δεν μπορούσε να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο λόγω των καιρικών συνθηκών και  ως εκ τούτου κηδεύτηκε στα Βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση. Πολλοί άνθρωποι για χρόνια κατέβαιναν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα, δείχνοντας την ευσέβειά τους. Μάλιστα πολλοί του έφερναν αφιερώματα, σαν να τα προσέφεραν σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για να αποδείξει την αγιότητά του. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές των θαυμαστών εμπειριών και των βιωμάτων που είχαν στον τάφο του Γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα όταν είδαν τον π. Βησσαρίωνα στον ύπνο τους, ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένεια, και άλλα παρόμοια.  Αποφασίστηκε να μη γίνει εκταφή, αλλά αναβάθμιση του χώρου των Βαπτιστηρίων. Ωστόσο η καθίζηση που παρουσιάστηκε στην ανατολική πλευρά του Μοναστηριού απαιτούσε το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση αυτής με νέα στηρίγματα. Επομένως η εκταφή ήταν απαραίτητο να γίνει. Αφού τελέστηκε Τρισάγιο, ξεκίνησε η αφαίρεση των τούβλων. Φάνηκε το φέρετρο σε άριστη κατάσταση.  Αφού μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο, άνοιξαν οι Μοναχοί το φέρετρο για να αφαιρέσουν τα οστά. Όταν όμως το άνοιξαν, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι το σώμα του κάτω από το σάβανο ήταν άφθαρτο. 

Αυτό αποτελούσε θαυμαστό γεγονός και θεία οικονομία. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι Μοναχοί πίστευαν στην αγιότητά του,   η Αγία Εκκλησία έπρεπε να επιληφθεί της υπόθεσης. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ.κ. Νικόλαος, όταν το έμαθε συγκλονίστηκε, επισκέφθηκε το Μοναστήρι και προσκύνησε συγκινημένος το ιερό σκήνωμα. Το άφθαρτο σώμα του Γέροντα μεταφέρθηκε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδας για να προστατεύεται και έκτοτε εκεί βρίσκεται προς προσκύνηση από χιλιάδες πιστούς. 

Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Θεού  τάραξε το πανελλήνιο. Μετά από δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε το σκήνωμα αυτού του ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην είναι εύκολο να του το αποσπάσει κανείς. Σαν να θέλει να μας πει ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και να μας προτρέπει, κυρίως τους Ιερείς: «Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πληγές της Πίστεώς μας, στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείστε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι για αυτά τα θέματα. Εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις νομάς σωτηρίους, να ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γη στον Ουρανό!...» 


Πηγή υλικού

Το σημείον του Θεού, Γέρων Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης (1908-1991), Αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγάθωνος, Ιερά Μονή Αγάθωνος, Υπάτη 2006

Επιλογή υλικού 

Αικατερίνη Διαμαντοπούλου


Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Holy Fire 2015 -- Check this video....you be the judge..




This morning I was taking this video, I came home to watch it and show it to my Family , I realized that from every candle light came out a cross , I've never seen something like this before...

Posted by: http://stjohntheforerunnerblog.blogspot.gr/

Elder Ephraim Xeropotaminos - On Prayer


On the one hand, to say we believe in God and are Christians, but on the other hand not to pray, are two incompatible things. Whether one prays is the surest evidence of whether one lives consciously as a Christian. The Christian Church is a praying church. The man who does not pray, even if he seems more virtuous, cannot be a true Christian; no matter how much he desires to include himself with them. How can he believe in Him Who he does not know? For the presence and grace of God become felt and known only through our prayer.
And so, faith in God and His will are one thing, prayer is another. For, “even the demons believe and tremble” (James 2;19), however they do not pray. This is why whoever believes and does not pray resembles the demons which are spiritually dead, stinking, and completely detached from God. St. John Chrysostom assures us: “Just as this body of ours is dead and repulsive without the soul, thus also the soul that does not move itself in prayer is dead, wretched, and malodorous.” Namely, prayer is the life and “soul” of the soul. Therefore, it is also more necessary than this life of the body.
The Lord promised to appear to those who observe His commandments: “He that hath My commandments, and keepeth them, he it is that loveth Me: and he that loveth Me shall be loved by My Father, and I will love him, and will manifest Myself to him” (John 14:21). But what is keeping Christ’s commandments? For us to love Him and try to acquire the virtues that Christ taught in the Gospel, after we previously hate and drive out the corresponding vices from our soul: we put love in the place of envy, alms-giving in the place of avarice, meekness in the place of wrath, humble-mindedness in the place of pride.
Thus, prayer is a Gospel commandment that was given to all people. Just as in the exercise of all the other virtues the lay people must orient themselves towards the example of the monks—according to St. John Climacus, “Angels are a light for monks and the monastic life is a light for all men”—by analogy this also applies to the exercise of prayer.
And so we must train with bodily works, the verbal word, and with our thoughts, to now pray ceaselessly, until we acquire the “gift.” What is this gift? It is that secret and confidential gift of prayer that the Holy Spirit gives to man and which remains with him continuously (as the activity of Noetic Prayer of the Heart)…This secret gift of the Holy Spirit is a kind of prayer rooted in man’s heart that acts continuously according to the divine words: “I sleep but my heart is awake” (Song 5:2).
So, however much these things seem strange to our carnal nous, let’s not be unfaithful. The Church Fathers don’t make philosophical theories, but they talk with certainty and authority expressing the experiences of the grace of the Holy Spirit, which are common for them.
If we compare the different ages, we will see that as sin increases in the world and “the mystery of lawlessness” acts gradually, thus also God’s Grace intensifies, providing richer aids to those who want to be close to God. Thus the Theology of the Church is broadened and clarified; her Worship is enriched, her Spirituality is validated “in the streets” and “on the rooftops.”
And so let’s not quench our thirst with “painted water” only, as St. Isaac the Syrian very characteristically says in relation to only the theoretical preoccupation with neptic subjects. But rather let’s try to drink from the same pure “spring waters of salvation.” The need is imperative, precisely due to the age in which we live. If the apostasy already arrived, how would we confront the one who will try to deceive “if it were possible, even the elect?” Only if we have the “sense of God,” that is the name of Christ, “imprinted on our souls like an indelible stamp,” as the Great Basil says.
May the Grace and blessing of the Holy God be abundantly granted to all those who desire and try to taste something from the rich and lofty experience in Christ of our Fathers. Amen.

+Archimandrite Ephraim,
Abbot of the Holy Monastery of Xeropotamou

Posted by: 
https://newmartyrephraim.wordpress.com/category/geronda-ephraim-of-xeropotamou/

Γέροντας Θωμάς Μικραγιαννανίτης από το ησυχαστήριο των Δανιηλαίων του Αγίου Όρους


Γέροντας Θωμάς Μικραγιαννανίτης Μέρος Α΄


Ο Γέροντας Θωμάς από το ησυχαστήριο των Δανιηλαίων του Αγίου Όρους διηγείται πώς η ίδια η Παναγία όταν ήταν μικρό παιδάκι του έδειξε το Παράδεισο και τον κάλεσε στο Άγιο Περιβόλι της για να την υπηρετήσει....

Γέροντας Θωμάς Μικραγιαννανίτης Μέρος Β'


Ο Γέροντας Θωμάς στο Β' Μέρος μιλάει για το ζήλο του για τη Βυζαντινή Μουσική....