Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Τί πρέπει να κάνει ο χριστιανός για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή; Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου


Ο Χριστιανός, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, πρέπει:

Μ’ όλη του την ψυχή ν’ αγαπάει το Θεό και να τηρεί τις εντολές Του. Ν’ αγαπάει, επίσης, το συνάνθρωπό του όπως και τον εαυτό του. Γιατί ο Κύριος είπε: «Θα μείνετε πιστοί στη αγάπη μου, αν τηρήσετε όλες τις εντολές μου» (Ιω. 15:10 ). Και: «Έτσι, θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο» (Ιω. 13:35).

Να ταπεινώνει την ψυχή του μπροστά στον Θεό και ποτέ να μην ταπεινώνει τον πλησίον του. Γιατί «καρδιά συντετριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την καταφρονήσει» (Ψαλμ. 50:19). Να πενθεί για τις αμαρτίες του. Να θλίβεται πικρά για τις αμαρτίες του πλησίον του. Να χαίρεται, όταν ο πλησίον του είναι ευτυχισμένος, και να μην τον φθονεί για την ευτυχία του. Να δέχεται με υπομονή και να συμβουλεύει με καλοσύνη όσους του εναντιώνονται. Να επιδιώκει πάντα τη εκτέλεση δικαίων και θεάρεστων έργων, που συντελούν στη διατήρηση της καθαρότητος της ψυχής.

Να αισθάνεται ευσπλαχνία για τους δυστυχισμένους. Να εργάζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις για την ειρήνη, όπως τη θέλει ο Κύριος∙ γιατί έτσι θα ονομαστεί παιδί του Θεού (Ματθ. 5:9). Να μη δειλιάζει όταν βρίζεται, όταν κατηγορείται, όταν κατατρέχεται, ακόμα και όταν θανατώνεται για τη δικαιοσύνη του Θεού και την ομολογία της πίστεως στο Χριστό.


Να πολεμάει κάθε αιρετική διδασκαλία και να δέχεται την ορθή πίστη της αγίας Εκκλησίας μας για τον Τριαδικό Θεό.


Ν’ αγαπάει την αλήθεια και να μη μολύνει ποτέ τη γλώσσα του με το ψέμα. Να μην κάνει ποτέ κακό στον πλησίον του.


Να μην κατηγορεί. Να μην κοροϊδεύει. Να μην κάνει τίποτε απ’ όσα απαγορεύει ο νόμος του Θεού.


Να δίνει ελεημοσύνη έστω από το υστέρημά του, χωρίς να ζητάει από τους άλλους ενίσχυση για την καλή αυτή πράξη.


Να δίνει ευχές, όταν του δίνουν κατάρες. Αν κάποιος τον πάρει αγγαρεία για ένα μίλι, να πάει μαζί του δύο (Ματθ. 5:41), δίχως να βαρυγγωμήσει ή να ξεστομίσει κακό λόγο. Να μην ορκίζεται ποτέ, αλλά να εφαρμόζει την παραγγελία του Κυρίου: «Το «ναι» σας να είναι ναι και το «όχι» σας να είναι όχι» (Ματθ. 5:37).


Να υμνολογεί το Θεό και να προσεύχεται σ’ Αυτόν με κατάνυξη.


Να συλλογίζεται πάντα το θάνατό του, τη μέλλουσα κρίση και την απολογία που θα δώσει για τα έργα του. Να συλλογίζεταιπάντα τις αμαρτίες του, παρακαλώντας το Θεό να του τις συγχωρήσει.


Να κάνει με ζήλο καλές πράξεις, χωρίς όμως να καυχιέται γι’ αυτές, όπως ο Φαρισαίος.


Να αποφεύγει τη λαιμαργία, τη μέθη, την επιορκία, την άσκοπη φλυαρία, το φθόνο, τις διαμάχες, την κακεντρέχεια, την πλεονεξία, την αισχροκέρδεια, την οργή, την πορνεία, τη μοιχεία και, γενικά, την ασέλγεια.


Να μην έχει καμιά σχέση με τη μαγεία, να μη χρησιμοποιεί μαγικά και να μην καταφεύγει ποτέ σε μάγους, μάντεις και γητευτές. Να διατηρεί τον εαυτό του αγνό, ώστε να μεταλαμβάνει άξια το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.


Να συντρέχει τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους. Να μην αρνείται τη βοήθειά του σ’ εκείνον που την χρειάζεται. Να δίνει δανεικά δίχως τόκο σ’ εκείνον που του ζητάει, γιατί, όσα έχει, από το Θεό τα έχει και σ’ Αυτόν ανήκουν.


Να λυπάται ως ψυχικά τυφλούς τους εχθρούς της πίστεως και ν’ αγωνίζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις για το φωτισμό τους, να φεύγει μακριά όμως, από κείνους που εμμένουν στην τύφλωσή τους.


Να παραμένει σταθερά αγαθός, ευσεβής, αγνός κι αφοσιωμένος στο Θεό. Να κατευθύνεται σε κάθε ενέργειά του από την ενθύμηση και το θέλημα του Κυρίου, σύμφωνα με το ψαλμικό: «Βλέπω τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου» (Ψαλμ. 15:8).


Να μη διατηρεί μνησικακία στην ψυχή του, αλλά να συγχωρεί αμέσως εκείνον που του φταίει. Γιατί ο Κύριος είπε: «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας» (Ματθ. 6:14).


Να κρίνει με δικαιοσύνη και φόβο Θεού. Να μην κατακρίνει, να μην περιφρονεί και να μην εξευτελίζει τον πλησίον για τ’ αμαρτήματά του. Γιατί ο Κύριος είπε: «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός» (Ματθ. 7:1).

Να σωφρονίζει τον πλησίον με αγάπη. Να υπερασπίζει τον αδικημένο. Να προστατεύει τον αδύνατο. Να βοηθάει τον ανάπηρο. Να νουθετεί τον παραστρατημένο.
Να αγαπά την ανάγνωση πνευματικών βιβλίων, την ακρόαση του θείου λόγου και τις ψυχωφελείς συζητήσεις.
Να τιμά τους γονείς του και να μην τους κακολογεί ποτέ.
Να συχνάζει στις ιερές ακολουθίες, που τελούνται στο ναό. Να μην αμφιβάλλει για τα θαύματα, που γίνονται από το Θεό σε κάθε εποχή.

Όταν ο άνθρωπος ζει μ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας παντοτινά το Θεό στην καρδιά του με επίγνωση, θα κληρονομήσει τη βασιλεία των ουρανών, που έχει ετοιμαστεί για τους αγίους από την αρχή του κόσμου και που εύχομαι να κληρονομήσουμε όλοι μας, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.


(Από το βιβλίο «Θέματα ζωής Β’» Από τις ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής).



πηγη: http://dakriametanoias.blogspot.gr/

Πατήρ Ἐπιφάνιος μέ φοιτητή Ἰατρικῆς


Ἀφήγησι πνευματικοῦ του τέκνου τό ὁποῖο ἔμενε κοντά στό διαμέρισμα τοῦ Γέροντα:

Μιά μέρα δέχθηκα κάποιο φοιτητή τῆς Ἰατρικῆς καί δέν θυμᾶμαι ἀπό ποιά ἀφορμή συζητούσαμε γιά θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Κάποια στιγμή κτυπάει τό κουδούνι. Ἀνοίγω καί βλέπω τόν Γέροντα.


– Παιδί μου, ἔχει χαλάσει τό τηλέφωνό μου. Μπορῶ νά τηλεφωνήσω ἀπό τό δικό σου;


– Εὐχαρίστως, Γέροντα. Περᾶστε.


Τηλεφώνησε καί μετά ἐγώ, ἐκμεταλλευόμενος τήν εὐκαιρία, λέω:


– Γέροντα, ἐδῶ συζητᾶμε μέ τόν φίλο μου καί μοῦ ἔχει θέσει ἕνα ἐρώτημα, στό ὁποῖο νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀπαντήσετε καλύτερα ἐσεῖς. Τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: Ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί ἀδιαφορεῖτε λίγο-πολύ γιά τά προβλήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Συνέχεια μιλᾶτε γιά τήν αἰώνιο βασιλεία. Αἰώνιος βασιλεία ἐδῶ, αἰώνιος βασιλεία ἐκεῖ, ἐνῶ ὁ κόσμος ἔχει τόσα προβλήματα.


Ὁ Γέροντας τόν κοίταξε μέ τό διαπεραστικό του βλέμμα καί τοῦ λέει:


– Παιδί μου, γιά νά μή μιλᾶμε ἀφηρημένα, γιά πές μου ἕνα πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς, γιά τό ὁποῖο δέν ἔχει δώσει ἀπάντησι ἡ Ἐκκλησία.


– Ναί, νά σᾶς πῶ. Ἡ φτώχεια. Ἐκατομμύρια ἄνθρωποι στόν κόσμο πεινοῦν, εἶναι γυμνοί κι ἐσεῖς μιλᾶτε γιά τήν αἰώνιο βασιλεία. Λές καί μπορεῖ κανείς νά χορτάση ἤ νᾶ ντυθῆ μέ τῆν αἰώνιο βασιλεία.


– Καλό μου παιδί, καί σ' αὐτό ἔχει ἀπαντήσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι τηροῦσαν τίς ἐντολές της – «ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μή ἔχοντι» (Λουκ. γ' 11) και «ἐάν μή περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε' 20) -, δέν θά μιλούσαμε αὐτή τή στιγμή γιά φτώχεια! Φαντάσου ὅτι ἡ δικαιοσύνη τῶν Ἰουδαίων συνίστατο στήν ἀπόδοσι στούς πτωχούς τοῦ 1/10 τῶν εἰσοδημάτων τους. Ἄν, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι τηροῦσαν τίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. νά δίνουν ἀκόμη περισσότερα ἀπό τό 1/10, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε φτώχεια, οὔτε πεῖνα, οὔτε γύμνια στόν κόσμο.


– Πάτερ, κοιτᾶξτε. Αὐτά εἶναι εὐχολόγια. Τά ἔχουν πεῖ κι ἄλλοι.


– Τό ξέρω, παιδί μου, ὅτι τά ἔχουν πεῖ κι ἄλλοι. Ἀλλά ὑπάρχει μιά διαφορά. Μίλησαν γιά δικαιοσύνη, γιά ἀγάπη, γιά ἐλευθερία, ἀπευθυνόμενοι στήν ἀπρόσωπη μάζα πού λέγεται ἀνθρωπότης. Ἐνῶ ὁ Χριστός μίλησε γι' αὐτά ἀπευθυνόμενος στά πρόσωπα. Στό Βασίλη, στόν Κώστα, στό Δημήτρη, στή Μαρία. Γι' αὐτό, ἐνῶ τά διάφορα κοινωνικά συστήματα δέν κατάφεραν νά πείσουν κανέναν, ὁ Χριστός ἔπεισε χιλιάδες ἀνθρώπους νά μοιράσουν τίς περιουσίες τους στούς φτωχούς, νά ἐφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, νά συμπαρασταθοῦν στόν ἀνθρώπινο πόνο, νά θυσιάσουν καί τή ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων... Κατάφερε καί τελῶνες καί πόρνες καί ληστές καί φονιάδες νά τούς ἀλλάξη τελίως καί νά τους κάνη ἁγίους. Καί μιά καί ἀναφέρεσαι στά προβλήματα τῆς ζωῆς, νά σέ ρωτήσω κι ἐγώ κάτι: Ὁ θάνατος εἶναι ἤ δέν εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς;


– Δέν ξέρω.


– Ἔ, πῶς δέν ξέρεις; Ὁ θάνατος εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς, καί μάλιστα ἀπό τά ὀξύτερα. Τί ἔχεις νά πῆς ἐσύ ἤ ὁποιοσδήποτε ἄλλος στή χαροκαμένη μάνα πού κατεβάζει στόν τάφο τό παιδί της; Τί ἔχεις νά πῆς ἐσύ στό παιδί πού κατευοδώνει στήν τελευταία του κατοικία τόν πατέρα του;


– Ἐσεῖς τί ἔχετε νά πεῖτε;


– Ὄχι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, παιδάκι μου, γεμίζει τήν ψυχή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ χωρισμός αὐτός εἶναι τελείως προσωρινός. Μετά ἀπό λίγο καιρό θά ξανασυναντηθοῦν. Γι' αὐτό καί τούς φέρει στά χείλη τό: «Καλό ταξίδι, παιδί μου», «Καλή ἀντάμωσι, πατέρα». Τό 'χεις λίγο αὐτό;


– Πάτερ, ἐνῶ ἐγώ σᾶς μιλάω γιά τή ζωή, ἐσεῖς μέ πᾶτε στό θάνατο.


– Παιδί μου, ἄν ἔχης ἀπάντηση σ' αὐτό, ἀπάντησέ μου. Σέ ρώτησα ἄν ὁ θάνατος εἶναι πρόβλημα τῆς παρούσης ζωῆς. Δέν μοῦ ἀπάντησες. Καί ἐπειδή δέν ἔχεις ἀπάντησι, προσπαθεῖς νά ξεφύγης. Παρά ταῦτα ἄς ἐπανέλθουμε σ' ἐκεῖνα πού ἀπασχολοῦν ἐσένα ὡς «προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς».


Δέν μοῦ λές, παιδάκι μου, ἀκόμα κι ἄν ἀπαριθμήσης ὅλα τά προβλήματα τῆς παρούσης ζωῆς ἕνα πρός ἕνα, πῶς μπορεῖς νά τά ἐξηγήσης χωρίς τήν μετά θάνατο προοπτική; Τίς ἀδικίες, τίς συκοφαντίες, τό φθόνο, τή φτώχεια, τίς ἀρρώστιες;... Τί νόημα ἔχει νά τά ὑπομένη κανείς ὅλα αὐτά καί στό τέλος νά φθάνη νά καλύπτη δυό μέτρα γῆς καί νά περιπίπτει στήν ἀνυπαρξία; Τί νόημα ἔχει; Κανονικά θά 'πρεπε, λογικά σκεπτόμενος, νά πάη νά αὐτοκτονήση. Ἐνῶ μέ τόν Χριστό ὅλα αὐτά ἀποκτοῦν ἕνα νόημα. Ὅλα! Καί ὁ πόνος καί τά δάκρυα καί οἱ ἀρρώστιες καί ὁ θάνατος. Ὅλα ἀποτελοῦν προετοιμασία γιά τό ταξίδι πρός τήν αἰωνιότητα.


– Πάτερ, συνέχεια στά μνήματα μέ φέρνετε.


– Δέν σέ φέρνω στά μνήματα. Σοῦ μίλησα γιά τή ζωή. Ἤ δέν εἶναι αὐτά προβλήματα πού ἀφοροῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους; Νά σέ ρωτήσω καί κάτι ἄλλο, ἀφοῦ θέλεις «νά σοῦ μιλάω γιά τή ζωή». Τό ἄν θά γίνης ἐσύ αὔριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ἤ χειρουργός, τό ἄν θά νυμφευθῆς ἤ ὄχι, τό ἄν θά ἐπιτύχης στόν γάμο σου ἤ ὄχι, αὐτό εἶναι ἕνα ἐνδεχόμενο. Μπορεῖ νά συμβῆ, μπορεῖ καί ὄχι. Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἀπόλυτα σίγουρο εἶναι ὅτι κι ἐσύ κι ἐγώ κάποια μέρα θά πεθάνουμε. Ὁ θάνατος εἶναι τό πιό σίγουρο γεγονός τῆς ζωῆς μας. Δέν μπορεῖς νά μένης ἀδιάφορος στό πιό σίγουρο γεγονός τῆς ζωῆς σου. Δέν μπορεῖς...


– (Διακόπτοντας) Πάτερ, δέν μ' ἐνδιαφέρει!


– Δέν μπορεῖς νά λές ὅτι δέν σ' ἐνδιαφέρει.


– Τί σχέσι ἔχει τώρα αὐτό μέ τή ζωή;


Πῶς δέν ἔχει σχέσι μέ τή ζωή; Ἀπάντησέ μου στό ἑξῆς ἐρώτημα: Ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα εἶναι τό μνῆμα σου. Κοίταξέ το καί πές μου: Ἀρχίζεις ἤ τελειώνεις;


– Μά, πάτερ. Τί σχέσι ἔχει αὐτό μ' ἐκεῖνο τό ὁποῖο συζητᾶμε;


– Πῶς δέν ἔχει σχέσι; Ἀπό τήν ἀπάντησι, τήν ὁποία θά δώσης σ' αὐτό τό ἐρώτημα, θά ἐξαρτηθῆ ἡ ζωή σου. Ἐάν πῆς ὅτι στό μνῆμα σου ἀρχίζεις, θά πρέπη νά προετοιμασθῆς γι' αὐτό τό ταξίδι. Ἐάν πῆς ὅτι τελειώνεις, τότε δέν μπορεῖς νά βρῆς νόημα στή ζωή σου.


– Ἔ, πάτερ, πῶς δέν ἔχη νόημα; Ἐγώ τή γλεντάω τή ζωή μου.


– Καημένο παιδί! Ἔχεις τήν ἐντύπωσι ὅτι ὅλη σου ἡ ζωή θά εἶναι μιά διαρκής χαρά καί εὐφροσύνη; Ἔχεις τήν ἐντύπωσι ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι σ' αὐτό τόν κόσμο πού πέρασαν ὅλη τή ζωή τους γλεντώντας; Ἄν ξέρης τέτοιους ἀνθρώπους, φέρε μου ἕναν νά τόν γνωρίσω κι ἐγώ. Ἐγώ δέν ξέρω κανέναν! Καί σέ διαβεβαιῶ ὅτι στά τριάντα χρόνια τής ἱερατικῆς μου διακονίας ἐπέρασαν ἑκατοντάδες ἄνθρωποι ἀπό τό ἐξομολογητήριό μου, ἀλλά δέν γνώρισα οὔτε ἕναν πού νά μήν κουβαλοῦσε κάποιο σταυρό. Ὅλοι κουβαλοῦσαν σταυρό. Ἄλλος μικρότερο, ἄλλος μεγαλύτερο. Ἄλλος βαρύτερο, ἄλλος ἐλαφρύτερο. Πῶς, λοιπόν, ἐσύ πιστεύεις ὅτι θά περάσης ὅλη σου τή ζωή σέ διαρκῆ εὐτυχία;


– Πάτερ, ἔχετε τά ἐπιχειρήματά σας, ἀλλά ἐμένα δέν μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα.


– Ὅταν, παιδί μου, σ' ἀπασχολήση, ἔλα νά σέ βοηθήσω ὅσο μπορῶ.


Καί ἡ συζήτηση τελείωσε ἐκεῖ. Ἀλλά συνεχίσθηκε μετά ἀπό λίγους μῆνες μ' ἕνα τηλεφώνημα. Μοῦ τηλεφώνησε ὁ γιατρός αὐτός καί μοῦ εἶπε:


– Θυμᾶσαι μιά συζήτησι μέ κάποιο παπᾶ πέρυσι;


– Ναί, τήν θυμᾶμαι.


– Θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι: Μήπως μέ ἀφόρισε ἐπειδή συγκρούσθηκα μαζί του;


– Μπά, πιστεύεις στούς ἀφορισμούς;


– Κοίταξε, βρέ παιδί μου, δεν πιστεύω στούς ἀφορισμούς, ἀλλά ἀπό 'κείνη τήν ἡμέρα μέχρι σήμερα ὅλα μοῦ πῆγαν κακά, στραβά κι ἀνάποδα.


– Τό μόνο τό ὁποῖο μπορῶ νά σέ διαβεβαιώσω εἶναι ὅτι δέν σέ ἀφόρισε! Ἀλλά αὐτό τό ὁποῖο μοῦ εἶπες θά τοῦ τό πῶ.


Ὅταν θύμισα στόν Γέροντα τό περιστατικό καί τοῦ εἶπα γιά τούς φόβους τοῦ συνομιλητοῦ του, μοῦ ἀπάντησε τά ἑξῆς:


– Νά τοῦ πῆς, παιδί μου, ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν ἀφόρισα, ἀλλά ἀπό 'κείνη τήν ἡμέρα προσεύχομαι θερμά γι' αὐτόν καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.


Από το βιβλίο "Υποθήκες ζωής" του π. Επιφανίου Θεοδορώπουλου, διάλογος πρώτος, σελ 191-196


πηγη:  http://www.agiooros.net/